Ἐρχόταν
ἀπὸ τὴν Λῆμνο μ’
ἕναν γαίδαρο. Τον ἔβαζε καὶ στὸ καράβι
μέσα. Στον γέρο-Γιάννη μᾶς ἔκανε ἐντύπωση
ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ εὐλάβειά του. Αὐτὸς
δούλευε χρόνια πολλὰ
ἐδῶ στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ στὸ τέλος ᾖρθε
νὰ
πάρει ἕνα χαρτὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ
Κοινότητα, γιὰ
νὰ
εἰσαχθεῖ στὸ γηροκομεῖο Μυτιλήνης.
Πρὶν
ἀπὸ καιρὸ μὲ
εἶχε ἀνταμώσει καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ,
θὰ
μοῦ κάνῃς μιὰ
εἰκονίτσα;».
Τοῦ λέω: «Μπάρμπα-Γιάννη,
ἐσὺ δὲν
ἔχεις χρήματα νὰ
πλήρωσης. Εἶναι ἀκριβὲς
οἱ εἰκόνες»·
Λέει: «Ἂμ
σὺ πολλὰ
θὰ
μοῦ ζητήσεις, ἐγὼ λίγα θὰ
σοῦ δώκω».
«Ποιὰ
εἰκονίτσα θέλεις;»
«Νά!
Εἶδα τὴν Παναγία μιὰ
μέρα ξεκινώντας ἀπὸ τὸ Ἰβήρων νὰ
πάω στὸ Καρακάλου καὶ μοῦ λέει· «γύρνα
πίσω καὶ νὰ
πᾶς αὔριο, διότι θὰ
πάθεις ἀπόψε κακό». Ἐγὼ ἔκανα ὑπακοὴ
καὶ γύρισα, ἀλλὰ
εἶχα τόση χαρά».
«Πῶς
τὴν εἶδες Τὴν Παναγία;»
«Τὴν
εἶδα πάνω σε συννεφάκια ἄσπρα, καὶ ὅλα
αὐτὰ
ποῦ φοροῦσε, τὰ
ἐνδύματά της, ἦταν λευκά. Πῆρα τόση
χαρά, καὶ πῆγα τὴν ἄλλη μέρα στὴν Μονὴ
Καρακάλου».
Τὴν
παρήγγειλε τελικὰ
τὴν εἰκόνα στοὺς Ἀναναίους. Ἦρθε ἐδῶ
στὸ κελὶ μᾶς τὴν τελευταία μέρα τῆς
ζωῆς του, γιὰ
νὰ
πάρουμε τηλέφωνο στοὺς Ἀναναίους, ἂν
ἑτοίμασαν τὴν εἰκόνα, γιατί ὁ
Μπάρμπα-Γιάννης ἑτοιμαζόταν νὰ
εἰσαχθεῖ στὸ γηροκομεῖο Μυτιλήνης.
Ἦρθε νὰ
πάρει τὸ χαρτὶ ἀπὸ τὴν Κοινότητα, ὅτι
δούλεψε ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὃ καημένος
ἀνέβαινε βογκώντας τὴν σκάλα, γιατί
εἶχε καρδιά, εἶχε ἀνεπάρκεια. Αὕτη
τὴν τελευταία φορὰ
ποῦ ᾖρθε μᾶς εἶπε ὅτι κοινώνησε.
Μάλιστα τὸν ἐπίασε καὶ μιὰ
κρίση μέσα στὴν Πορτάϊτισσα. Τὸν ἔβγαλαν
λίγο ἔξω, συνῆλθε, καὶ ἀνέβηκε στὶς
Καρυὲς
γιὰ
νὰ
πάρει τὸ χαρτί. Τὸ βράδυ ὅμως κοιμήθηκε
ἐδῶ πίσω ἀπὸ τὸν Ταλέα, τὸν ἐπίασε
ἢ καρδιά του καὶ πέθανε. Δὲν
πρόλαβε νὰ
πάει στὴν Μυτιλήνη, γιατί Ἡ Παναγία
τὸν ἤθελε ἐδῶ πέρα. Τὸν ἔθαψαν ἐδῶ
στὸ κοιμητῆρι στὶς Καρυές. Μᾶς ἔλεγε,
πῶς εἶδε Τὴν Παναγία μᾶς πάνω στὰ
σύννεφα, καὶ ὅταν πήραμε τηλέφωνο ἀπὸ
ἐδῶ στοὺς Ἀναναίους τοῦ εἶπαν:
«Μπάρμπα-Γιάννη,
ἡ εἰκόνα ἐστάλη στὸ νησί. Ὅταν θὰ
πᾶς, θὰ
τὴν βρεῖς ἐκεῖ».
Εἶχε
ἁπλὴ ζωή. Φοροῦσε γουρουνοτσάρουχα
-ἐμᾶς μᾶς ἔκαναν ἐντύπωση-. Εἶχε καὶ
ἕνα ντουρβαδάκι ἀπὸ ἕναν τράγο, ποῦ
τὸ ἔκανε μόνος του. Ἐγὼ τὸν πείραζα:
«Μπάρμπα-Γιάννη,
νὰ
μοῦ κάνῃς δῶρο ἕνα ζευγάρι τσαρούχια».
Ἔρχεται μιὰ
μέρα, μὲ
τὴν ἁπλότητα ποῦ εἶχε, καὶ μοῦ λέει:
«Πάτερ, πάτερ, σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο».
Μ” ἔφερε ἕνα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα.
«Αὐτὰ
θὰ
τὰ
βάλετε στὴν ἔκθεση, καὶ θὰ
“ρχονται οἱ Εὐρωπαῖοι νὰ
τὰ
βλέπουνε, καὶ νά! θὰ
πέφτει τὸ χρῆμα!».
Γελοῦσα μὲ
τὴν ἁπλότητα τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ
αὐτὸ καὶ τὸν ἀξίωσε Ἡ Παναγία καὶ
κοιμήθηκε ἐδῶ πέρα.
«Κλωνάρη»,
τὸν λέγανε. Μετὰ
τὸν ἔβγαλαν «ΜπάρμπαΓιαννη».
Δὲν
λεγόταν «Μπάρμπα-Γιάννης».
«Κλωνάρης»
τὸ ἐπίθετό του ἤτανε. Ἤτανε ἀπ΄ τὸ
Καρπενήσι καὶ μετὰ
πῆγε στὴν Λῆμνο.
Κοιμόταν
ἔξω στὸ δάσος, γιατί σ” ὅλη του τὴν
ζωὴ βοσκὸς ἤτανε. Τότε εἴχαμε λύκους
στὸ Ἅγιο Ὅρος. Πάει ἕνας λύκος μιὰ
νύχτα ποὺ κοιμόταν ἔξω στὸ δάσος καὶ
τὸν μύριζε γύρω-γύρω, ἐπειδὴ τὰ
γουρουνοτσάρουχα μυρίζανε. Λέει ὁ
Μπάρμπα-Γιάννης: «Παναγία
μου -ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου- ἂν μὲ
βοηθήσεις καὶ δὲν
μὲ
πειράξει ὁ λύκος…».
«Ἄντε
ποὺ θὰ
“τᾶν λύκος, κανένας σκύλος θὰ
“τανε»,
τοῦ λέω. «Μιὰ
ζωὴ βοσκὸς ἤμουνα. Δὲν
ξέρω, δὲν
γνωρίζω τοὺς λύκους;… Καὶ ἂν δὲν
μὲ
πειράξει, θὰ
σοῦ φέρω ἕνα δοχεῖο λάδι, Παναγία μου».
Ἔφυγε ὁ λύκος. Τὸν μύρισε καὶ ἔφυγε.
Τὴν ἄλλη μέρα πῆρε ἀπὸ τὸν Ταλέα ἕνα
δοχεῖο λάδι καὶ τὸ πῆγε στὸ «Ἄξιόν
ἐστι»,
στὴν Παναγία μας. Ἁπλοὶ ἄνθρωποι.
Πολὺ
ἀστεῖος ἤτανε. Μιλοῦσε καὶ ἔκανε
αὐτὸ τὸ «ἀαχαχααα». Τοῦ ἔλεγε ὁ
γέροντάς μας: «τί
κάνεις ἔτσι καὶ θορυβεῖς; Ἀναστατώνεις
τὸν κόσμο. Φωνάζεις».
«Ἅ!
γέροντα. Ἀπὸ μέσα μου ἔρχεται, ἀπὸ
μέσα μου. Θὰ
πάω Σαλώνικα. Οἱ γιατροὶ θὰ
μοῦ τὸ θεραπεύσουν αὐτό».
Μᾶς
ἔκανε ἐντύπωση ποῦ ἀξιώθηκε νὰ
δὴ Τὴν Παναγία μᾶς ἐπάνω στὰ
σύννεφα μὲ
λευκὰ
φορέματα, καὶ ἔτσι ἁγιογράφησαν οἱ
ἀδελφοὶ Ἀναναίοι τὴν εἰκόνα.
Κυκλοφορεί
στο ΔΙΑΔίκτυο
“Στοὺς
Φτωχοὺς μὲ
πλούσια καρδιὰ
πάει
Ἡ
Παναγία,
Στοὺς
πλούσιους μὲ
μαχαλάδες
στὶς
μασχάλες καὶ χρυσάφια
στὸ
στόμα καὶ ἀσήμια στ’ αὐτιὰ
πάει
ὁ Μαμωνᾶς.”
Πρωτάγγελλος.
15-7-2016