Λέξεις Μαγικές 2 - Mots Magiques 2

Ἡ ἀγάπη εἶναι πολυτέλεια, εἶναι ἀφθονία, εἶναι νὰ ἔχεις τόση πολλὴ ζωή, ποὺ νὰ μὴν ξέρεις τί νὰ τὴν κάνεις, ὁπότε τὴ μοιράζεσαι. Εἶναι νὰ ἔχεις τόσα πολλὰ τραγούδια μέσα στὴν καρδιά σου, ποὺ πρέπει νὰ τὰ τραγουδήσεις (εἴτε σὲ ἀκούει κάποιος εἴτε ὄχι).
Ἂν δὲν ἀκούει κανένας, τότε θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τὰ τραγουδήσεις, θὰ πρέπει νὰ χορέψεις τὸ χορό σου.
Ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ, ἢ μπορεῖ νὰ τὸ χάσει, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ ἐσένα, ἐσὺ ξεχειλίζεις, πλημμυρίζεις.

Osho.

Κάποτε κλήθηκε ὁ Ἱπποκράτης στὰ Ἄβδηρα νὰ ἐξετάσει γιὰ τρέλα τὸν Δημοκριτο, διότι ὑπῆρχαν παράπονα γιὰ αὐτὸν ὅτι δὲν φέρεται φυσιολογικά, καὶ ὅτι γελάει μὲ παράξενο τρόπο, κάθε φορᾷ ποὺ ἀντίκριζε ἀνθρώπους. Ἀκολουθεῖ μέρος τῆς «ἐξέτασης».

Ἱπποκράτης: Λέγε στὸ ὄνομα τῶν Θεῶν, μήπως λοιπὸν ὅλος ὁ κόσμος νοσεῖ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια γιὰ θεραπεία, γιατί τί θὰ ὑπῆρχε πέρα ἀπὸ αὐτόν;
Δημόκριτος : Ὑπάρχουν ἄπειροι κόσμοι Ἱπποκράτη καὶ μὴ παίρνεις γιὰ τόσο λίγη καὶ μικρὴ τὴ φύση ποὺ ἔχει τόσο πλοῦτο.
Ἱπποκράτης : Ἀλλὰ αὐτὰ Δημοκριτε, θὰ τὰ διδάξεις ἄλλη στιγμὴ πιὸ κατάλληλη, γιατί τώρα φοβᾶμαι μήπως καὶ γιὰ τὸ ἄπειρο ἀκόμη συζητώντας ἀρχίσεις νὰ γελᾷς. Τώρα ὅμως ξέρε πὼς θὰ δώσεις λόγο στὸν κόσμο γιὰ τὸ γέλιο σου.
Ἐκεῖνος τότε μὲ κοίταξε ἔντονα καὶ εἶπε:
«Ἐσὺ νομίζεις πὼς δύο εἶναι οἱ αἰτίες τοῦ γέλιου μου, τὰ καλὰ καὶ τὰ ἄσχημα. Ἐγὼ ὅμως γελῶ μὲ ἕνα μόνο, τὸν ἄνθρωπο, τὸν γεμάτο ἀνοησία, κενὸ ἀπὸ ὁτιδήποτε σωστό, ποὺ ὅλα του τὰ σχέδια μοιάζουν μὲ τοῦ μικροῦ παιδιοῦ καὶ ποὺ ὑποφέρει τοὺς ἀβάσταχτους μόχθους χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμιὰ ὠφέλεια. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ χωρὶς νὰ γνωρίζει μέτρο στὴν ἐπιθυμία τοῦ πορεύεται ὡς τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ τὰ ἔγκατά της ποὺ δὲν ἔχουν ὅρια, λιώνοντας τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι ποὺ ποτὲ δὲν σταματᾷ νὰ ἀποκτᾷ, πάντα κάνοντας θόρυβο γιὰ περισσότερα γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ λιγότερα καὶ δὲν ντρέπεται νὰ ὀνομάζεται εὐτυχισμένος, ἐνῷ σκάβει στὰ βάθη τῆς γῆς χρησιμοποιώντας ἁλυσοδεμένα χέρια, ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς ὁποίους σὲ ἄλλους ὑποχωρεῖ  γῆ καὶ τοὺς πλακώνει καὶ ἄλλους ὁ καταναγκασμὸς αὐτὸς τοὺς κρατάει χρόνια σὲ αὐτὴ τὴν κόλαση σὰν νὰ ἦταν ἡ πατρίδα τους, μαζεύοντας ἀσῆμι καὶ χρυσό, ψάχνοντας ἴχνη τῆς σκόνης καὶ ψήγματα, σηκώνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ σωροὺς ἀπὸ ἄμμο, ἀνοίγοντας τὶς φλέβες τῆς γῆς, σπάζοντας τοὺς σβώλους καὶ τὸ χῶμα γιὰ τὴν ἀπόκτηση περιουσίας, κάνοντας τὴ μητέρα γῆ ἐχθρικὴ καὶ ἄλλοτε θαυμάζοντας τὴν κι ἄλλοτε καταπατώντας τὴν, ἐνῷ αὐτὴ εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια. Πόσο γέλιο προκαλεῖ τὴν ἐπίμοχθη καὶ κρυφὴ γῆ νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴ φανερή. Ἄλλοι ἀγοράζουν σκυλιά, ἄλλοι ἄλογα κι ἄλλοι βάζοντας σύνορα σὲ μιὰ μεγάλη περιοχὴ τὴν ὀνομάζουν ἰδιωτική τους περιουσία. Ἄλλοι πάλι ποὺ θέλουν νὰ ἔχουν στὴν κατοχὴ τοὺς μεγάλη ἔκταση, δὲν τὸ μποροῦν μόνοι τους. Τότε σπεύδουν νὰ παντρευτοῦν γυναῖκες ποὺ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ τὶς διώχνουν, τὶς ἀγαποῦν, τὶς μισοῦν, κάνουν παιδιὰ ἐπειδὴ τὰ θέλουν κι ὕστερά τα διώχνουν τελείως. Τί εἶναι αὐτὴ  κενὴ ἀπὸ περιεχόμενο καὶ ἀλόγιστη βιασύνη ποῦ σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴ μανία ; Πολεμοῦν τοὺς ὁμοφύλους τους καὶ δὲν ἐπιθυμοῦν τὴν ἡσυχία. Στήνουν ἐνέδρες στοὺς βασιλιάδες, διαπράττουν φόνους, σκάβουν τὴ γῆ ζητώντας ἀσῆμι κι ὅταν τὸ βροῦν θέλουν νὰ ἀγοράσουν γῆ κι ὅταν ἀγοράσουν τὴ γῆ πουλοῦν τοὺς καρπούς της καὶ πουλώντας τοὺς καρποὺς τῆς πάλι παίρνουν ἀσῆμι. Πῶς βρίσκονται συνέχεια σὲ μεταβολή, πῶς μεταβάλλουν συνέχεια τὴν κατάστασή τους. Ὅταν δὲν ἔχουν περιουσία, ποθοῦν νὰ τὴν ἀποκτήσουν, ὅταν τὴν ἔχουν τὴν κρύβουν, τὴν ἐξαφανίζουν. Κοροϊδεύω ἐκείνους ποὺ τοὺς συμβαίνουν ἀτυχίες, γελάω ἀκόμη περισσότερο μὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι δυστυχισμένοι, γιατί ἔχουν παραβεῖ τοὺς νόμους τῆς ἀλήθειας, φιλονικώντας μὲ ἔχθρα μεταξύ τους, μαλώνοντας μὲ τ’ ἀδέρφια τους, τὰ παιδιά τους, τοὺς συμπολῖτες τους, κι ὅλα τοῦτα τὰ κάνουν γιὰ ν’ ἀποκτήσουν πράγματα ποὺ κανεὶς ὅταν πεθάνει δὲν τὰ ἐξουσιάζει. Σκοτώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, δὲν σέβονται τοὺς νόμους, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ δύσκολη κατάσταση τῶν φίλων καὶ τῆς πατρίδας τους, πλουτίζουν μὲ πράγματα ἀνάξια ποὺ δὲν ἔχουν ψυχή, δίνουν ὅλη τὴν περιουσία τους γιὰ νὰ ἀγοράσουν ἀνδριάντες, γιατί τοὺς φαίνεται πὼς τὰ ἀγάλματα μιλοῦν, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν λέγοντας τὴν ἀλήθεια τοὺς μισοῦν. Ζητοῦν ὅτι τοὺς εἶναι δύσκολο, γιατί ὅταν κατοικοῦν στὴ στεριὰ ποθοῦν τὴ θάλασσα κι ὅταν μένουν σὲ νησὶ ποθοῦν τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα κι ὅλα τα διαστρέφουν μὲ βάση τὴ δική τους ἐπιθυμία. Φαίνονται πὼς ἐπαινοῦν τὴν ἀνδρεία στὸν πόλεμο, ἀλλὰ κάθε μέρα νικιοῦνται ἀπὸ τὴν ἀκολασία, τὴ φιλαργυρία κι ὅλα τα ἄλλα πάθη ἀπὸ τὰ ὁποῖα πάσχουν. Εἶναι ὅλοι τους Θερσίτες τῆς ζωῆς. Τώρα, ὅμως, καθὼς χάνουν τὸ μυαλό τους καὶ γεμίζουν ἀλαζονεία γιὰ ὅσα ὑπάρχουν στὴ ζωή, σὰν αὐτὰ νὰ ἦταν πάντα σταθερά, χωρὶς νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς πόσο ἄτακτη εἶναι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων, εἶναι δύσκολο νὰ διδαχτοῦν. Γιατί θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ τοὺς φρονηματίσει ἡ μεταβολὴ τῶν πάντων, ποὺ κάνοντας ἀπότομη στροφὴ μᾶς ἐπιτίθεται καὶ ἐπινοεῖ κάθε εἴδους αἰφνιδιαστικὴ τροχηλασία. Αὐτοί, ὅμως, σὰν νὰ βάδιζαν σὲ σταθερὸ καὶ σίγουρο δρόμο, ξεχνοῦν τὶς συμφορὲς ποὺ τοὺς βρίσκουν συνεχῶς καὶ μὲ διάφορους τρόπους ἐπιθυμοῦν αὐτὰ ποὺ φέρνουν λύπη, ἐπιζητοῦν ἐκεῖνα ποὺ τοὺς βλάπτουν καὶ ρίχνονται σὲ μεγάλες συμφορές. Γιατί λοιπόν, Ἱπποκράτη, μέμφθηκες τὸ γέλιο μου; Γιατί κανένας δὲν γελᾷ μὲ τὴ δική του ἀνοησία, ἀλλὰ καθένας κοροϊδεύει τὴν ἀνοησία τοῦ ἄλλου. Τὸ γέλιο μου κατακρίνει τὴν ἀπερισκεψία τῶν ἀνθρώπων, τὸ ὅτι δὲν ἔχουν οὔτε μάτια οὔτε αὐτιά.»
Φεύγοντας, ἔφτασα τοὺς Ἀβδηρῖτες ποὺ μὲ περίμεναν στὸν λόφο ἀπ’ ὅπου παρακολουθοῦσαν καὶ τοὺς εἶπα: Μεγάλη χάρη σᾶς χρωστῶ γιὰ τὴν πρόσκλησή σας- γιατί εἶδα τὸν Δημόκριτο, τὸν σοφότατο, ποὺ διερεύνησε καὶ κατάλαβε τὴν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὸν μόνο ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σωφρονίσει τοὺς ἀνθρώπους.



Πηγή: Ἐπιστολαὶ –  Ἱπποκράτης χαιρετᾷ τὸν Δαμάγητο.


Mαρτυρία “Γυμνού Ασκητού
περί Της Αγιότητος
Τού εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου,
Επισκόπου Πενταπόλεως.


O Aγιος Νεκτάριος .

Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν”.
Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί. Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς. Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός !” .
Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-”Ευλογείτε…” ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-”Ο Κύριος”, αποκρίθηκε αυτός.
Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
-”Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών ; 
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή.
Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το προρατικό χάρισμα ; Άθελά του δάκρυσε.
-”Υπερευλογημένο το όνομα Τού Κυρίου μας, αδελφέ”, ψιθύρισαν τα χείλη του. “Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ…παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου”. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό. -”Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… “ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή.
Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-”Διατί ;
-”Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο ;
-”Τι νέα…Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…”
-”Καταλαμβάνω”, συμπλήρωσε ο ερημίτης.
Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία”. Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-”Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε”, έπιασε να λέει ο ασκητής.
Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…Θάρθει και η μόνωσις. 
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-”Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται” ; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-”Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι…ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.”
-”Ο φόβος…”επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…
Το διαβάσαμε από το:


Aόρατοι Αγιορείτες ασκητές.Θρύλος ή... πραγματικότητα http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/09/a_9.html#ixzz2wJm2xA3n




Είναι πολύ σημαντικό, αυτές τις κρίσιμες ώρες, να ρίξουμε μια ματιά στην Βίβλο των Ελλήνων, δηλαδή στα ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ και να διδαχτούμε, έστω και την τελευταία στιγμή, από το πνεύμα του Οδυσσέα.
ΔΗΛΑΔΗ: Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, να ελέγξουμε την παρόρμηση να έχουμε τις αισθήσεις μας και τις αντένες μας ΑΝΟΙΧΤΕΣ και να μην παρασυρθούμε από την οργή και το μένος που μας διακατέχει, ώστε να γίνουμε βορρά, στους σύγχρονους "μνηστήρες". Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, η μεγίστη επιθυμία του είναι ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ, τον κόσμο που του έκλεψαν. Είναι το βιός του, είναι ο ιδρώτας μιας ζωής, είναι η γή του, είναι η πατρίδα του, είναι ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ ΤΟΥ. Παρά την μεγάλη του λαχτάρα, διατηρεί την ανωνυμία του και μεταμορφωμένος σε ζητιάνο από την Θεά Αθηνά, πηγαίνει στο παλάτι ώστε να ελέγξει την κατάσταση και να πάρει τις πληροφορίες που θέλει, υπομένοντας καρτερικά τις προσβολές και την χλεύη των μνηστήρων. ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟΧΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΤΕΙΡΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ. Γι αυτό τον λόγο και είναι ο αγαπημένος της Θεάς Αθηνάς, της Θεάς που αντιπροσωπεύει την ΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ, την ΣΟΦΙΑ, την ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Της Θεάς που μελετά τον εχθρό και τον πολεμά με τα ίδια του τα όπλα.
Όταν όμως έρχεται η ώρα, όταν τους έχει στριμώξει όλους άοπλους σε ένα δωμάτιο, όταν φανερώνεται πάνοπλος, ΤΟΤΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΙΚΤΟ, ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ, που δημιούργησε με τον δικό του ιδρώτα, ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ που οι μνηστήρες καταχράστηκαν και καπηλεύτηκαν μαζί με την φιλοξενία του οίκου του που τίμησε τον ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ. Είναι ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ο ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ (αυτός που δίνει την μάχη του από μακριά),που με δόλιο τρόπο επιχείρησαν να δολοφονήσουν, δηλαδή να καταδικάσουν την ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΑΦΑΝΙΣΜΟ, όπως δόλια σήμερα ξαναεπιχειρούν ! Ο ισχυρότερος αντίπαλός του είναι ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ. Η λέξη μιλά από μόνη της. Είναι η ΑΝΤΙ-ΝΟΗΣΗ, είναι αυτό που μας κάνουν ΤΩΡΑ, είναι ο τρόπος με τον οποίο θολώνουν τις καταστάσεις και την πραγματικότητα ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥΝ. Είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την καθυπόταξη και δουλεία του ανθρώπου. Είναι ο στόχος της πρώτης φονικής βολής του Οδυσσέα. Είναι ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ να πεθάνει πρώτος. Γι αυτό, μακριά από την προπαγάνδα των ΜΜΕ.
Αν υπήρχαν αυτά το 1821,είναι αμφίβολο αν θα γίνονταν η επανάστασις των Ελλήνων, θα κινδύνευαν να μείνουν καθυποταγμένοι στην πλάνη και την θολούρα της συγχυσμένης κρίσης, εξ αιτίας της. Και τον σκοτώνει ρίχντοντάς του το βέλος στον ΛΑΙΜΟ, στο ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ δηλαδή ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, που την χρησιμοποιεί ενάντια στη νόηση των ανθρώπων ! Ο επόμενος είναι ο ΕΥΡΥ-ΜΑΧΟΣ.
Αυτός που μάχεται με κάθε τρόπο, με εύρος, ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟΝ, ο δεινός και αδίστακτος μαχητής. Ο ΑΜΦΙ-ΝΟΜΟΣ! Αυτός που διαστρεβλώνει τον ΝΟΜΟ και την τάξη των πραγμάτων, ο επικίνδυνος γιατί είναι ΕΤΣΙ και ΑΛΛΙΩΣ ! Γιατί λειτουργεί κατά το δοκούν. Ο ΑΓΕ-ΛΑΟΣ! Αυτός που άγει τον λαό, που τον παρασύρει με την βοήθεια του ΑΝΤΙ-ΝΟΟΥ. Που τον μετατρέπει σε ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΑΓΕΛΗ ! Κανένα όνομα στα Ομηρικά έπη δεν είναι δοσμένο στην τύχη ! Κρύβουν βαθύτατα νοήματα και στο χέρι μας είναι να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να διδαχτούμε, ή καλύτερα να συνετιστούμε. Οι πρόγονοί μας μας μιλούν, ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, μας λένε ΠΩΣ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ, μας λένε πως να τινάξουμε τον ζυγό. ΑΡΚΕΙ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ !




Γράφει ο Γ. Β., κοινωνιολόγος : (*)

Έχεις δει ποτέ με την Καρδιά σου; Πολλές φορές μπορεί να έχεις σκεφτεί “ο ήλιος ανατέλλει και το πρωινό είναι όμορφο” και να νομίζεις πως βγαίνει από την καρδιά σου.Όχι!
Γιατί ο νους σου ακόμα φλυαρεί: “Ο ήλιος είναι όμορφος,το πρωινό είναι όμορφο.” Και μπορεί απλώς να επαναλαμβάνεις ιδέες άλλων. Έχεις νιώσει Αληθινά ότι το πρωινό είναι όμορφο; Aυτό το πρωινό,το φαινόμενο που συμβαίνει εδώ; Ή μήπως απλώς επαναλαμβάνεις λέξεις; Όταν πλησιάζεις ένα λουλούδι, το πλησιάζεις πραγματικά; Το λουλούδι αγγίζει την καρδιά σου; Aγγίζει τον πιο βαθύ πυρήνα του Είναι σου; Ή μήπως απλώς κοιτάς το λουλούδι και λες “όμορφο,πολύ όμορφο!
Κούφια λόγια, νεκρά! Που δεν έρχονται από την καρδιά σου. Από την καρδιά δεν έρχεται ποτέ καμιά λέξη. Έρχεται συναίσθημα, ποτέ λέξεις.Τα λόγια έρχονται από το κεφάλι, τα συναισθήματα από την καρδιά. Όλοι φρόντισαν ώστε να ζεις με το κεφάλι,όχι με την καρδιά, γιατί η καρδιά, στον κόσμο αυτό, μπορεί να σε οδηγήσει στην αποτυχία. Και είναι αλήθεια. Το κεφάλι σε οδηγεί στην επιτυχία αυτού του κόσμου.Είναι πονηρό, υπολογιστικό, χειραγωγεί, σε οδηγεί στην επιτυχία. Γι’αυτό κάθε σχολείο, κάθε κολέγιο, κάθε πανεπιστήμιο, σε μαθαίνει πως να γίνεις περισσότερο εγκεφαλικός.
Και οι εγκεφαλικοί παίρνουν τα χρυσά μετάλλια. Είναι επιτυχημένοι και κρατάνε τα κλειδιά αυτού του κόσμου. Ο άνθρωπος της καρδιάς όμως, θα είναι μια αποτυχία, επειδή δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί. Αγαπά τόσο, που δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί. Αγαπά τόσο, που δεν μπορεί να είναι τσιγκούνης και να συσσωρεύει πράγματα. Αγαπά τόσο, που μοιράζεται ό,τι έχει με τους άλλους, ό,τι έχει το δίνει, αντί ν’αρπάζει τα πράγματα των άλλων. Θα είναι μια αποτυχία. Και θα είναι τόσο αληθινός που δεν μπορεί να σε ξεγελάσει.Θα είναι ειλικρινής, τίμιος και αυθεντικός. Τότε όμως είναι ένας ξένος σ’αυτόν τον κόσμο, όπου μόνο οι πονηροί μπορούν να πετύχουν. Τα πάντα έχουν γίνει πια πράξεις αριθμητικής.
Κι εσύ φοβάσαι την Αγάπη, γιατί κανείς δεν ξέρει πού θα σε οδηγήσει. Κανείς δεν γνωρίζει τους δρόμους της καρδιάς, είναι μυστηριώδεις. Με το κεφάλι βέβαια βρίσκεσαι στο “σωστό” δρόμο,στη λεωφόρο. Με την καρδιά όμως μπαίνεις σε μια ζούγκλα. Δεν υπάρχουν δρόμοι,ούτε σήματα. Πρέπει να βρεις το δρόμο μόνος σου.
~Οsho~



το βρηκαμε εδω :



Ένα πολυ σημαντικό Video για όσου ξερούν αγγλικά...
https://www.youtube.com/watch?v=qa5xwjE4T9k




«Μην χαλάς αυτό που έχεις με αυτό να επιθυμείς αυτό που δεν έχεις. Θυμήσου ότι αυτό που έχεις τώρα ήταν από τα πράγματα που κάποτε επιθυμούσες»


Επίκουρος



Θα έχεις ίσως γνωρίσει ανθρώπους που ξέρουν πολλά, αλλά ενεργούν ανόητα. Συμβαίνει σχεδόν πάντα. Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά γνωρίζει όλο και λιγότερο. Λειτουργεί μέσα από τις γνώσεις του κι όχι μέσα στις πραγματικές συνθήκες. Γίνεται ανόητος, ενεργεί ανόητα, γιατί η σοφή συμπεριφορά προϋποθέτει ανταπόκριση, ενώ οι δικές του πράξεις έχουν για αφετηρία το νεκρό παρελθόν. Πάντα ενεργεί προετοιμασμένος, από θέση ετοιμότητας, Ποτέ δεν είναι απροετοίμαστος.
Άκουσα κάποτε το εξής για έναν σπουδαίο καθηγητή της φιλοσοφίας. Μελετούσε μια μέρα στο δωμάτιο του, όταν μπήκε η γυναίκα του και τού είπε πολύ ταραγμένη: “Είδες την εφημερίδα; Γράφει ότι πέθανες!” Ο καθηγητής, χωρίς να κοιτάξει τη γυναίκα του ή την εφημερίδα, είπε: “Θυμήσου να στείλουμε λουλούδια στην κηδεία.” Ο άνθρωπος δεν πρόσεξε αυτό που άκουσε.
Δεν μπορείς να καταπλήξεις τον άνθρωπο των γνώσεων. Αυτός τα ξέρει όλα. Δεν μπορείς να τον ξαφνιάσεις, έχει χάσει αυτή τη διάσταση του θαυμαστού. Δεν είναι πια παιδί. Ξέρει. Ξέρει τα πάντα.
Άκουσα από ένα φίλο μου -και δεν μπορώ να εγγυηθώ γι’ αυτό, γιατί απλώς το άκουσα- ότι κάποτε καθόταν μαζί με τον Νασραντίν και συζητούσαν, όταν ξαφνικά μπήκε μέσα ο σκύλος του Νασραντίν και ρώτησε, “μήπως είδε κανείς σας τη σημερινή εφημερίδα;” Ο φίλος μου τα ‘χασε! Δεν πίστευε στ’ αυτιά του!
Ο Νασραντίν του έδωσε την εφημερίδα κι όταν ο σκύλος έφυγε, ο φίλος μου είπε: “Μα αυτό είναι θαύμα! Αλήθεια, διαβάζει ο σκύλος σου;”
Ο Νασραντίν απάντησε: “Μπα, μην τον πιστεύεις! Μόνο τις γελοιογραφίες κοιτά.”
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση του θαυμαστού και του μυστηρίου. Τίποτα δεν τους καταπλήσσει. Τί συμβαίνει; Είναι πάντα έτοιμοι. Ξέρουν∙ κι όταν κανείς ξέρει, δεν απορεί. Το παιδί απορεί. Αυτό εννοεί ο Ιησούς όταν λέει: “Μόνο αν γίνετε παιδιά, θα αξιωθείτε τη βασιλεία του Θεού.” Γιατί; Γιατί η απορία είναι η πόρτα και μόνο οι αθώες καρδιές θαυμάζουν, απορούν. Αν έχεις αθώα καρδιά, απορείς. Τα πάντα είναι μια έκπληξη για σένα. Μια πεταλούδα… Τί μυστήριο, μια μικρή πεταλούδα!
Ο Τσουάνγκ Τσου καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μπροστά του πετούσαν δυο τρεις πεταλούδες. Έγραψε ένα μικρό ποίημα που έλεγε: “Θαρρώ πως αυτές οι πεταλούδες είναι λουλούδια. Τα λουλούδια που έπεσαν κάποτε στο χώμα, τώρα γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.”
Τα λουλούδια που πέφτουν στο χώμα χάνονται.
Ο Τσουάνγκ Τσου λέει: “Σαν πεταλούδες τώρα, γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.” Αυτός ο άνθρωπος θα αξιωθεί τη βασιλεία του Θεού, όχι εσύ. Εσύ, αν ρωτήσει κανείς για πεταλούδες, θα ανοίξεις αμέσως ένα βιβλίο και θα τους πεις όλα όσα είναι γραμμένα για την «πεταλούδα»!
Νομίζεις όμως πως ό,τι μπορεί να ειπωθεί είναι το παν; Νομίζεις πως ό,τι έχει ειπωθεί, τα περικλείει όλα; Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί, που ποτέ δεν θα ειπωθεί και που ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να το πει; Όταν πιστεύεις πως τα πάντα έχουν ειπωθεί, τότε δεν μπορείς να νιώσεις έκπληξη∙ έχεις χάσει την αίσθηση του θαυμαστού.
Η εποχή μας ξέρει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή και βρίσκεται μακρύτερα από το Θεό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Έχει στοιβάξει γνώσεις, οι βιβλιοθήκες γίνονται όλο και πιο μεγάλες κι όλοι ξέρουν τόσα πολλά. Ακόμα και τα μικρά παιδιά τα πιέζουμε να μάθουν. Τα σπρώχνουμε όχι προς τη γνώση που θα μεγαλώσει το θαυμασμό τους, που θα τα κάνει ολοένα και περισσότερο κοινωνούς του μυστηρίου, έτσι που μέσα κι έξω τους να αισθανθούν πιο πολύ το μυστήριο, έτσι που να τα συγκινούν τα λουλούδια, οι πεταλούδες, τα βράχια. Όχι! Εμείς γεμίζουμε το νου τους με γνώσεις. 
Και λέει ο Ηράκλειτος:
Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.
Αυτοί οι γνώστες, οι σοφοί, πολύ χώμα σκάβουν μα λίγο χρυσάφι βρίσκουν. Τί καταφέρνουν; Είναι σαν τους χρυσοθήρες. Πολλή προσπάθεια κι ό,τι βγει απλώς μοιάζει πολύτιμο. Γι’ αυτό ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί τη λέξη «χρυσάφι», γιατί, τί αξία έχει το χρυσάφι; Έχει ουσιαστική αξία; Η αξία που του δίνουν οι άνθρωποι είναι συμβατική. Την αξία στο χρυσάφι τη δίνουμε εμείς∙ το χρυσάφι δεν έχει δική του, σύμφυτη αξία. Αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος, πιστεύετε πως το χρυσάφι θα είχε αξία; Τα ζώα δεν νοιάζονται, τα πουλιά δεν ενδιαφέρονται για το χρυσάφι. Αν μπροστά σ’ ένα σκύλο ακουμπήσεις ένα κομμάτι χρυσάφι κι ένα κόκαλο, θα διαλέξει το κόκαλο. Το χρυσάφι σου δεν τον ενδιαφέρει.
Το χρυσάφι δεν έχει δική του, εσωτερική αξία. Είναι απλή προβολή της κοινωνίας των ανθρώπων. Είναι πολύτιμο, γιατί το θεωρούν πολύτιμο οι άνθρωποι. Οτιδήποτε πιστεύουν οι άνθρωποι πολύτιμο, γίνεται γι’ αυτούς πολύτιμο.
Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.
Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτούς που σκάβουν για γνώσεις κι όχι για εμπειρίες. Σκάβουν να βρουν την αλήθεια, όχι τη ζωή… και η ζωή είναι η αλήθεια!
Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις ακόμα κι αν διαβείς όλους τους δρόμους. Τόσο βαθιά είναι τα μέτρα της.
Προσπάθησε να κατανοήσεις αυτές τις τρεις λέξεις: Η μια λέξη είναι το ‘γνωστό,’ αυτό που ήδη ξέρουμε. Μετά υπάρχει η λέξη ‘άγνωστο’, αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα, μα που υπάρχει πιθανότητα να το μάθουμε. Μ’ αυτές τις δύο λέξεις χωρίζει η επιστήμη την ύπαρξη: ‘γνωστό’ και ‘άγνωστο.’ Ό,τι έχουμε γνωρίσει και ό,τι θα γνωρίσουμε∙ ζήτημα χρόνου. Η θρησκεία χωρίζει τον κόσμο με τρεις λέξεις, όχι με δύο: ‘γνωστό’, ‘άγνωστο,’ και ‘αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί’. Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί είναι ανεξάντλητο. Το άγνωστο θα γίνει γνωστό και ξανά το γνωστό θα γίνει άγνωστο.
Έχει συμβεί πολλές φορές. Πολλά πράγματα έχουν γίνει γνωστά και ξανάγιναν άγνωστα, γιατί η κοινωνία έπαψε να ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Αν γυρίσεις πίσω και ρωτήσεις ανθρώπους που εργάζονται βαθιά μέσα στο παρελθόν, θα σου πουν πως σχεδόν ό,τι μάς είναι τώρα γνωστό έχει γνωσθεί κάποια στιγμή στο παρελθόν κι ύστερα ξεχάστηκε.
Ο πρώτος που ανακάλυψε την Αμερική δεν είναι ο Κολόμβος. Πολλοί την ανακάλυψαν πριν απ’ αυτόν και μετά η Αμερική χάθηκε ξανά. Στη Μαχαμπαράτα -ένα από τα αρχαιότερα ινδικά κείμενα, πέντε χιλιάδων χρόνων, ίσως και περισσότερο- γίνεται μνεία του Μεξικού. Ο Αρτζούνα, μες στις πολλές γυναίκες του, είχε και μια Μεξικάνα. Σε πολλά άλλα κείμενα στον κόσμο, γίνεται μνεία της Αμερικής. Ο Κολόμβος δεν ήταν ο πρώτος που την ανακάλυψε, απλώς την ανακάλυψε ξανά.
Πολλά κείμενα στον κόσμο μιλούν για το αεροπλάνο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακαλύφθηκε το αεροπλάνο. Το ανακαλύψαμε και κάποτε έπαψε να μας ενδιαφέρει και χάθηκε. Δεν ξέρω τίποτα που να έχει ανακαλυφθεί για πρώτη φορά. Τα πάντα έχουν ανακαλυφθεί και ξανά χαθεί. Εξαρτάται από την κοινωνία. Αν η κοινωνία ενδιαφερθεί για κάτι, έχει καλώς, αλλιώς χάνεται.
Το γνωστό θα γίνει άγνωστο, το άγνωστο θα γίνει γνωστό. Αλλά υπάρχει και η τρίτη διάσταση: Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί.
Η επιστήμη δεν δέχεται αυτή την τρίτη διάσταση. Λέει: “Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, δεν είναι παρά το άγνωστο”. Η θρησκεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια τελείως διαφορετική διάσταση: Είναι αυτό που θα μείνει για πάντα άγνωστο, γιατί η φύση του είναι τέτοια που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το αντικρούσει… Το αχανές, το αιώνιο, το χωρίς τέλος και χωρίς αρχή, το απόλυτο, το όλο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να νοηθεί από το μέρος, γιατί πώς μπορεί το μέρος να χωρέσει το όλο; Πώς μπορεί ο νους να χωρέσει αυτό από το οποίο απορρέει; Πώς μπορεί ο νους να ξέρει αυτό στο οποίο επιστρέφει; Είναι αδύνατον!
Πώς μπορούμε να ξέρουμε αυτό από το οποίο προερχόμαστε; Είμαστε σαν τα κύματα. Μπορεί ένα κύμα να περικλείσει τον ωκεανό; Μπορεί απλώς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, γιατί ο ωκεανός δεν θα αντικρούσει τον ισχυρισμό. Απλώς θα γελάσει. Όπως το παιδί αξιώνει κάτι από τους γονείς κι αυτοί γελούν.

Το ασύλληπτο, αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί υπάρχει.

(Aπό το βιβλίο του OSHO η «Κρυμμένη Αρμονία» εκδόσεις Ρέμπελ)

Το διαβάσαμε από το:




Ένας αετός κυνηγούσε κάποτε έναν λαγό με τόσο μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα που όλα έδειχναν ότι το άτυχο ζώο δεν θα αργούσε να πέσει στα νύχια του. Κατατρομαγμένος, απελπισμένος και κουρασμένος από το τρέξιμο ο λαγός συνάντησε ξαφνικά στον δρόμο του ένα μικροσκοπικό σκαθάρι και προσπέφτοντας στα πόδια του είπε:
Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με από τον αετό και βοήθησέ με να γλιτώσω τη ζωή μου.
Το σκαθάρι λυπήθηκε τον λαγό, του έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε ότι θα του συμπαρασταθεί. Πράγματι, όταν ο αετός πλησίασε το θήραμά του το σκαθάρι μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και το λαγό και του φώναξε:
Αυτό το πλάσμα είναι υπό την προστασία μου. Άσε το να ζήσει και ψάξε κάπου αλλού για την τροφή σου.
Ο αετός όμως ακούγοντας τα γενναία λόγια του σκαθαριού και βλέποντας το μικρό μέγεθός του, γέλασε αυτάρεσκα, έκανε μια χαψιά το λαγό και πέταξε μακριά, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του μικροσκοπικού εντόμου.
Το σκαθάρι όμως πήρε πολύ βαριά αυτή την προσβολή. Ανέβηκε λοιπόν στην απόκρημνη φωλιά όπου προστάτευε τα αυγά του αετός και τα έσπρωξε όλα στον γκρεμό για να σπάσουν. Από τότε ο αετός δεν κατάφερε να ξαναποκτήσει παιδιά γιατί, όσο καλά και αν προστάτευε τη φωλιά του, κάθε φορά που γεννούσε αυγά και απομακρυνόταν για να βρει τροφή, το σκαθάρι ανέβαινε πετώντας μέχρι εκεί και του τα έσπαγε όλα.
Απελπισμένος, ο αετός απευθύνθηκε στο Δία του οποίου ήταν το σύμβολο και ζήτησε την προστασία του. Ο Δίας λοιπόν πήρε τα αυγά του αετού στην αγκαλιά του και υποσχέθηκε να τα προστατεύει μέχρι αυτά να εκκολαφθούν και να προσέχουν πλέον μόνα τους τον εαυτό τους.
Το σκαθάρι όμως δεν πτοήθηκε ούτε από τον νέο γιγαντιαίο και ισχυρό προστάτη των αυγών. Μάζεψε μια μικρή μπάλα κοπριά, πέταξε μέχρι τον Όλυμπο και την έριξε πάνω στο μπράτσο του Δία. Εκνευρισμένος τότε εκείνος έπιασε τον βόλο αυτής της βρωμιάς με το άλλο του χέρι και τον πέταξε μακριά. Πάνω στη βιασύνη του όμως, ξέχασε τα αυγά του αετού που κρατούσε και αυτά έπεσαν κάτω, σπάζοντας για άλλη μια φορά.
Αυτός ο μύθος ειπώθηκε από τον Αίσωπο πριν από πολλούς αιώνες. Η υπεροψία των πλούσιων και ισχυρών όμως που νομίζουν ότι η δύναμή τους και μόνο αρκεί για να υποτάξει τον φτωχό και τον αδύνατο εξακολουθεί να ματώνει αθώους και από τις δύο πλευρές.


Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, 
το βρήκαμε μάς άρεσε πάρα πολύ,
και θελήσαμε να το μοιραστούμε μαζί σας.








Crepuscule / Par Tuesday Lobsang Rampa --Paris : Editions J'ai lu, 1978, 1988, ©1976. {N° 1851}{(pages 215 et 216) (Extrait 77)}. La Religion Originelle Enseignee par Christ ?
« Existe-t-il un endroit au monde ou l'on pratique la religion originelle enseignee pa Christ ?
Je regrette d'avoir a repondre qu'il n'en existe pas. Apres que Christ eut quitte la scene, son enseignement est tombe en desherence. Mais apres bien des annees, un groupe de gens se sont mis en tete de lancer une entreprise qui leur apporterait une certaine puissance. En verite, les premiers fondateurs de l'Eglise chretienne telle qu'elle etait alors etaient une bande de cultistes qui n'enseignaient pas ce qu'avait enseigne Christ mais autre chose, une chose qui accroissait leur puissance. Par exemple, c'etaient pour la pluart des homosexuels : autrement dit, l'idee des femmes les paralysait d'effroi. Christ n'enseignait pas que les femmes etaient impures. Bien sur, je suis certain qu'il n'aurait pas apprecie ma correspondante du M.L.F. Christ enseignait que les femmes avaient des droits tout autant que les hommes mais, en l'an 60, ceux qui fonderent l'Eglise ne voulaient pas qu'elles aient le moindre pouvoir. C'est pourquoi ils dirent que les femmes n'avaient pas d'ame et qu'elles etaient sales (il y en a qui le sont en raison des quantites de peinture qu'elles se mettent sur la figure !). Mais, pour en revenir a la question, l'enseignement original de Christ n'existe nulle part sur la Terre.

Με το θάνατο δεν σβήνει το φώς. Σβήνει η λάμπα, γιατί μιά νέα 
αυγή έχει ανατείλει.

Rabindarath Tagore.











« O Πολεμιστής πήρε τα όπλα του. Ναι αισθάνονταν δυνατός. Αισθάνονταν γενναίος να πολεμήσει, να αναλάβει το έργο, να πάρει την ευθύνη του. Όχι δεν είχε έπαρση, δεν περιφανεύονταν σαν παγώνι, ήξερε ότι αυτό έπρεπε να κάνει και ύψωσε το ανάστημα του. Ήξερε με βεβαιότητα και εσωτερική σιγουριά ότι αυτό έπρεπε να γίνει.
Αδιάφορο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Δεν είχε σημασία. Δεν έχουν σημασία τα αποτελέσματα σε αυτό το δρόμο παρά μόνο ο δρόμος. Ο δρόμος και η δράση που αναλαμβάνει κάθε στιγμή.
Ο πολεμιστής ένιωσε ότι δεν ήταν μόνος. Μόνος φαινομενικά στο εξωτερικό τοπίο, αλλά όχι εσωτερικά. Εσωτερικά αισθάνονταν μέρος του σχεδίου, μέρος του Όλου, ένα μικρό κομμάτι σε ένα μεγάλο παζλ που ήταν έτοιμο να πάρει την θέση του. Να πάρει την θέση του μαζί με τα άλλα κομμάτια και να συμπληρώσουν όλα μαζί το σχέδιο.
Πήρε την θέση του. Αισθάνονταν ωραία. Αισθάνονταν ότι ήταν μέρος του Όλου, αισθάνονταν ότι είχε μάθει την αποστολή του και την ακολουθούσε και αυτό του έδινε νόημα σκοπού, νόημα κατεύθυνσης και ύπαρξης. Εκεί μαζί με τα άλλα κομμάτια ενώθηκε. Ο πολεμιστής αισθάνονταν ότι τα όπλα του ήταν αρκετά και θα τον βοηθούσαν, έδινε σημασία σε αυτά, εναπόθετε μέρος των δυνάμεων του σ’ αυτά. Όμως μετά από μερικές μάχες ένιωσε να φεύγουν και αυτά. Δεν έφευγαν μακριά από εκείνον, αλλά προς εκείνον…. …. τα απορροφούσε. Ξαφνικά τα όπλα του αφομοιώνονταν από το είναι του. Δεν του έδωσαν κανένα πρόσθετο βάρος ήταν όλα όπως και πριν μόνο που αυτά τα όπλα δεν ήταν εξωτερικά αλλά εσωτερικά πια. Και αυτά τα όπλα ήταν η ασπίδα, το ξίφος και η πανοπλία μόνο που συμβόλιζαν, την γνώση, την αγάπη και την σοφία. Και τώρα αυτά τα όπλα τα είχε αφομοιώσει στο είναι του. Στην αρχή φοβήθηκε που τα έχασε, τουλάχιστον από πάνω του, από τα χέρια του. Όμως γρήγορα το συνήθισε, γιατί στην πραγματικότητα δεν τα αισθάνονταν μακριά του, ούτε ξεχωριστά από εκείνον. Ο πολεμιστής άπλωσε τα χέρια του στο θεό και τον ρώτησε: Αναρωτιέμαι για ποια μάχη με προορίζεις τώρα, θεέ μου. Και ακόμα αναζητάει την επόμενη μάχη, αλλά εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι δεν υπάρχει μάχη, αλλά επιλογή. Δεν έχει να πολεμήσει για τίποτα και με κανέναν, απλά να κάνει την επιλογή του. Και η επιλογή του, τον κάνει πολεμιστή, τον κάνει ειρηνοποιό, τον κάνει δημιουργό. Και επιλέγει να δημιουργεί τον εαυτό του κάθε στιγμή.
Αφιερωμένο στον εσωτερικό μας πολεμιστή….»


Αὐτὸ Εἶναι ἕνα Δεῖγμα ἀπὸ τὰ Χιλιάδες ἕως καὶ Μυριάδες Κείμενα ποὺ ἔχουνε κάνει θάλασσα τῆς Οὐτοπίας τὸ ἰντερνέτ, καὶ ἐωράκατε γιατί καὶ πὼς μᾶς δίνουν ἄλλη μέρα τὴν λέξη internet, ἢ τὸ ἑλληνοποιηθὲν ἴντερνετ, καὶ σπάνια το διαδίκτυο καὶ σπανιότατα τὸ ΔΙΑδίκτυο, ἄρα κάθε μιὰ χρήση λέξης ἔχει σαφῆ προσδιορισμὸ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιτυχία τοῦ Μάρα ὡς παρουσία στὰ «Ἱερά» μας βιβλία, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στὴ ΣυνΕΧΕΙΑ στὰ ΔρΩΜενα τοῦ ΣΥΧρονου ΕΝχρονου Ἄχρονου Χρόνου, ἐν τῇ ΣΥΝυμετέρα Ὑπηρεσία, πολὺ δύσκολη λέξη αὐτὴ, καὶ ἐκεῖ ἴσως γίνεται καὶ τὸ λάθος στὸ πὼς τὴν γράφουν οἱ μυριάδες τῶν χοίρων τόσο ἀκόμα λάθος. Ἄρα μᾶς δίνεται τὸ παραπάνω κείμενο ὡς μᾶς βλέπουν καὶ τὰ συμπεράσματα δικά μας.

Sacred Spirit Brandishing the Tomahawk


Το Εγώ πήρε τα όπλα του. Ναι αισθάνονταν δυνατός. Αισθάνονταν γενναίος να πολεμήσει, να αναλάβει το έργο, να πάρει την ευθύνη του. Όχι δεν είχε έπαρση, δεν περηφανεύονταν σαν παγώνι, ήξερε ότι αυτό έπρεπε να κάνει και ύψωσε το ανάστημα του. Ήξερε με βεβαιότητα και εσωτερική σιγουριά ότι αυτό έπρεπε να γίνει.
Αδιάφορο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Δεν είχε σημασία. Δεν έχουν σημασία τα αποτελέσματα σε αυτό το δρόμο παρά μόνο ο δρόμος. Ο δρόμος και η δράση που αναλαμβάνει κάθε στιγμή.
Το Εγώ ένιωσε ότι δεν ήταν μόνος. Μόνος φαινομενικά στο εξωτερικό τοπίο, αλλά όχι εσωτερικά. Εσωτερικά αισθάνονταν μέρος του σχεδίου, μέρος του Όλου, ένα μικρό κομμάτι σε ένα μεγάλο παζλ που ήταν έτοιμο να πάρει την θέση του. Να πάρει την θέση του μαζί με τα άλλα κομμάτια και να συμπληρώσουν όλα μαζί το σχέδιο.
Πήρε την θέση του. Αισθάνονταν ωραία. Αισθάνονταν ότι ήταν μέρος του Όλου, αισθάνονταν ότι είχε μάθει την αποστολή του και την ακολουθούσε και αυτό του έδινε νόημα σκοπού, νόημα κατεύθυνσης και ύπαρξης. Εκεί μαζί με τα άλλα κομμάτια ενώθηκε. Το Εγώ  αισθάνονταν ότι τα όπλα του ήταν αρκετά και θα τον βοηθούσαν, έδινε σημασία σε αυτά, εναπόθετε μέρος των δυνάμεων του σ’ αυτά. Όμως μετά από μερικές μάχες ένιωσε να φεύγουν και αυτά. Δεν έφευγαν μακριά από εκείνον, αλλά προς εκείνον…. …. τα απορροφούσε. Ξαφνικά τα όπλα του αφομοιώνονταν από το είναι του. Δεν του έδωσαν κανένα πρόσθετο βάρος ήταν όλα όπως και πριν μόνο που αυτά τα όπλα δεν ήταν εξωτερικά αλλά εσωτερικά πια. Και αυτά τα όπλα ήταν η ασπίδα, το ξίφος και η πανοπλία μόνο που συμβόλιζαν, την γνώση, την αγάπη και την σοφία. Και τώρα αυτά τα όπλα τα είχε αφομοιώσει στο είναι του. Στην αρχή φοβήθηκε που τα έχασε, τουλάχιστον από πάνω του, από τα χέρια του. Όμως γρήγορα το συνήθισε, γιατί στην πραγματικότητα δεν τα αισθάνονταν μακριά του, ούτε ξεχωριστά από εκείνον. Το Εγώ άπλωσε τα χέρια του στο θεό και τον ρώτησε: Αναρωτιέμαι για ποια μάχη με προορίζεις τώρα, θεέ μου. Και ακόμα αναζητάει την επόμενη μάχη, αλλά εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι δεν υπάρχει μάχη, αλλά επιλογή. Δεν έχει να πολεμήσει για τίποτα και με κανέναν, απλά να κάνει την επιλογή του. Και η επιλογή του, τον κάνει Εγώ, τον κάνει ειρηνοποιό, τον κάνει δημιουργό. Και επιλέγει να δημιουργεί τον εαυτό του κάθε στιγμή.
Αφιερωμένο στα εσωτερικά μας Εγώ….




Ποτέ μην ασχολείσαι με αρνητικότητες.
Ανάβεις το κερί και το σκοτάδι φεύγει από μόνο του.
Μην προσπαθείς να πολεμήσεις με το σκοτάδι. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος, επειδή το σκοτάδι δεν υπάρχει. Πώς μπορείς να το πολεμήσεις ; Αναψε απλώς το κερί και το σκοτάδι φεύγει. Ξέχνα λοιπόν το σκοτάδι, ξέχνα το φόβο. Ξέχνα όλα εκείνα τα αρνητικά πράγματα που βασανίζουν συνήθως τον ανθρώπινο νου. Αναψε απλώς ένα μικρό κερί ενθουσιασμού.
Κάθε πρωί να σηκώνεσαι με ενθουσιασμό, με την απόφαση ότι σήμερα πρόκειται να ζήσεις με μεγάλη απόλαυση. Κι ύστερα άρχισε να ζεις με μεγάλη απόλαυση. Φάε το πρωινό σου, Τρώγε όμως σαν να τρως Το Θεό. Τότε γίνεται μετάληψη. Κάνε το μπάνιο σου, να θυμάσαι Όμως ότι Ο Θεός είναι μέσα σου, ότι κάνεις μπάνιο στο Θεό. Τότε, το μικρό μπάνιο σου γίνεται ναός και το νερό που πέφτει πάνω σου γίνεται βάφτιση.
Κάθε πρωί να σηκώνεσαι με μεγάλη αποφασιστικότητα, με σιγουριά, με διαύγεια, με μια υπόσχεση στον εαυτό σου ότι σήμερα πρόκειται να είναι τρομερά όμορφα κι εσύ ότι πρόκειται να ζήσεις καταπληκτικά. Και κάθε βράδυ, όταν πηγαίνεις για ύπνο, να θυμάσαι και πάλι πόσα όμορφα πράγματα συνέβησαν σήμερα. Και μόνο το να τα θυμάσαι, βοηθάει να επιστρέψουν και πάλι αύριο. Απλώς θυμήσου τα κι ύστερα κοιμήσου με την ανάμνηση των όμορφων πραγμάτων που συνέβησαν σήμερα.
Τα όνειρά σου θα είναι πιο όμορφα. Θα μεταφέρουν τον ενθουσιασμό σου κι εσύ θα αρχίσεις να ζεις με καινούρια ενέργεια.
Κάνε την κάθε στιγμή ιερή.


OSHO


Γέροντας Παΐσιος: "Ὁ Ἀχάριστος εἶναι πάντα λυπημένος"


Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι , ἐνῷ τὰ ἔχουν ὅλα ,νιώθουν ἄγχος καὶ στενοχώρια;

-Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἔχῃ μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καὶ λύπη, ἐνῷ τίποτε δὲν τοῦ λείπει, νὰ ξέρετε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός.
Ὅποιος τὰ ἔχει ὅλα, καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ὑγεία, καί, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονῇ τὸν Θεὸ , ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις καὶ γκρινιάζει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση μὲ τὰ παπούτσια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ εὐγνωμοσύνη, μὲ ὅλα εἶναι εὐχαριστημένος. Σκέφτεται τί τοῦ δίνει ὁ Θεὸς κάθε μέρα καὶ χαίρεται τὰ πάντα.
Ὅταν ὅμως εἶναι ἀχάριστος, μὲ τίποτε δὲν εἶναι εὐχαριστημένος γκρινιάζει καὶ βασανίζεται μὲ ὅλα. Ἄν, ἃς ποῦμε, δὲν ἐκτιμάη τὴν λιακάδα καὶ γκρινιάζει, ἔρχεται ὁ Βαρδάρης καὶ τὸν παγώνει …; Δὲν θέλει τὴν λιακάδα θέλει τὸ τουρτούρισμα ποὺ προκαλεῖ  Βαρδάρης.

-Γέροντα, τί θέλετε νὰ πῆτε μ’ αὐτό;

-Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ἂν δὲν ἀναγνωρίζουμε τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς καὶ γκρινιάζουμε, ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καὶ μαζευόμαστε κουβάρι. Ὄχι, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος ἔχει αὐτὸ τὸ τυπικὸ , τὴν συνήθεια τῆς γκρίνιας, νὰ ξέρῃ ὅτι θὰ τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ξοφλήση τουλάχιστον λίγο σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι , αὐτὸ θὰ εἶναι χειρότερο, γιατί τότε θὰ τὰ πληρώση ὅλα μιὰ καὶ καλὴ στὴν ἄλλη ζωή.

-Δηλαδὴ , Γέροντα, ἡ γκρίνια μπορεῖ νὰ εἶναι συνήθεια;

-Γίνεται συνήθεια, γιατί ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καὶ  κακομοιριὰ φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριὰ καὶ ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῷ , ὅποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται τὴν θεϊκὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἂν τοῦ δώση ὁ Θεός, δὲν τὶς ἀναγνωρίζει. Γι’ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλησιάζει ὁ πειρασμὸς τὸν κυνηγάει συνέχεια ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ φέρνει ὅλο ἀναποδιές, ἐνῷ τὸν εὐγνώμονα τὸν κυνηγάει ὁ Θεὸς μὲ τὶς εὐλογίες Του.
 ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἤλεγξε ὁ Χριστός. «Οὒχ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ», εἶπε στὸν λεπρὸ ποὺ ἐπέτρεψε νὰ Τὸν εὐχαριστήση.
 Χριστὸς ζήτησε τὴν εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἴδιους, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη ἐκείνους θὰ ὠφελοῦσε.







 στορία πο κολουθε πρόκειται γι να ληθιν περιστατικ πο συνέβη στν γνωστ συγγραφέα κα γιογράφο, Φώτη Κόντογλου...

"Ἕνα βράδυ, τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, τοῦ ἔτους 1964… , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρὶν κοιμηθῶ, βγῆκα στὸ μικρὸ περιβολάκι ποὺ ἔχουμε πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, καὶ στάθηκα γιὰ λίγο, κοιτάζοντας τὸν σκοτεινὸ οὐρανὸ μὲ τ΄ ἄστρα.
Ἕνας ἁγιασμένος γέροντας, μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορά, πὼς γύρω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὧρες ἀνοίγουν τὰ οὐράνια…
Θὰ στεκόμουνα ἐκεῖ πέρα μονάχος ὡς τὸ ξημέρωμα. Σὰν νὰ μὴν εἶχα σῶμα, μήτε κανένα δεσμὸ μὲ τὴ γῆ. Ἀλλὰ συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀνησυχήσουνε ποὺ ἔλειπα, καὶ γι’ αὐτὸ μπῆκα μέσα καὶ ξάπλωσα.
Δὲ μὲ εἶχε θολώσει καλὰ – καλὰ ὁ ὕπνος, δὲν ξέρω ἂν ἤμουνα ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, καὶ βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἀλλόκοτη ὄψη.
Ἤτανε κατακίτρινος, σὰν πεθαμένος, μὰ τὰ μάτια τοῦ ἤτανε ἀνοιχτὰ καὶ μὲ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τὸ πρόσωπο τοῦ ἤτανε σὰν μάσκα, σὰν μούμια, μὲ τὸ πετσί του σὰν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καὶ κολλημένο στὸ νεκροκέφαλο μὲ ὅλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σὰν λαχανιασμένος.
Στὸ ἕνα χέρι τοῦ βαστοῦσε κάποιο παράξενο πρᾶγμα, ποὺ δὲν κατάλαβα τί ἤτανε, καὶ μὲ τ’ ἄλλο ἕσφιγγε τὸ στῆθος του, λὲς καὶ πονοῦσε.
Ἐκεῖνο τὸ πλάσμα μ’ ἔκανε ν’ ἀνατριχιάσω. Τὸ κοίταζα, καὶ μὲ κοίταζε, δίχως νὰ μιλήσει, σὰν νὰ περίμενε νὰ τὸ γνωρίσω. Καὶ στ’ ἀλήθεια, μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε τόσο ἀλλόκοτο, σὰν νὰ μοῦ εἶπε μιὰ φωνὴ στὸ μυαλό μου:
Είναι ὁ τάδε …
Μόλις ἄκουσα τὴ φωνή, τὸν γνώρισα ποιὸς ἤτανε. Τότε κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τὸ στόμα του κι ἀναστέναξε. Μὰ ἡ φωνή του σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰ νὰ ‘βγαῖνε ἀπὸ κανένα βαθὺ πηγάδι.
Ἔβλεπα πὼς βρισκότανε σὲ μιὰ μεγάλη ἀγωνία. Τὰ χέρια του, τὰ πόδια του, τὰ μάτια του, ὅλα φανερώνανε πὼς βασανιζότανε. Ἀπάνω στὴν ἀπελπισία μου, πῆγα κοντά του νὰ τὸν βοηθήσω, μὰ ἐκεῖνος μου ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι του νὰ σταματήσω, νὰ μὴ πλησιάσω…
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ…
Ἄρχισε νὰ βογκάει, μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ πάγωσα. Ἔπειτά μου λέγει:
« Δὲν ᾖρθα, ἀλλὰ μὲ ” στείλανε…” Ἐδῶ, ὁλοένα τρέμω! Βρίσκομαι σὲ μεγάλη ζάλη. Παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ λυπηθεῖ. Θέλω νὰ πεθάνω, μὰ δὲν μπορῶ.
Ἄχ! Ὅσα ἔλεγες Φώτη, βγῆκαν ἀληθινά. Θυμᾶσαι, λίγες μέρες πρὶν πεθάνω, ποὺ ᾖρθες στὸ σπίτι μου καὶ μιλοῦσες γιὰ θρησκευτικά; Ἤτανε καὶ δύο ἄλλοι φίλοι μου, ἄπιστοι κι αὐτοὶ σὰν κι ἐμένα. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσες, ἐκεῖνοι χαμογελούσανε…
Σὰν ἔφυγές μου εἴπανε:
Κρῖμα, νὰ ἔχει τέτοιο μυαλὸ ὃ Φώτης, καὶ νὰ πιστεύει στὶς ἀνοησίες ποὺ πιστεύουνε οἱ γριές!
Μιὰ ἄλλη μέρα, σοὺ εἶχα πεῖ, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες φορές:
«Βρὲ Φώτη, μάζευε λεφτά, θὰ πεθάνεις στὴν ψάθα. Βλέπεις ἐγώ, πόσα λεφτὰ ἔχω, καὶ πάλι θέλω κι ἄλλα». Τότε μου εἶπες:
« Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μὲ τὸν Χάρο πῶς θὰ ζήσεις τόσα χρόνια ποῦ θέλεις, γιὰ νὰ καλοπεράσεις στὰ γηρατειά σου; »
Σοῦ λέγω ἐγώ: « Θὰ δεῖς πόσο χρονῶν θὰ πάγω! Τώρα εἶμαι ἐβδομηνταπέντε. Θὰ περάσω τὰ ἑκατό. Ἔχω ἐξασφαλίσει τὰ παιδιά μου, ὁ γιὸς μου βγάζει λεφτὰ πολλά, τὴν κόρη μου τὴν πάντρεψα μ’ ἕναν πλούσιο ἀπὸ τὴν Ἀβησσυνία, ἐγὼ κι ἡ γυναῖκα μου ἔχουμε καὶ παραέχουμε…
Ὄχι σὰν κι ἐσένα, ποὺ ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ λένε οἱ παπάδες…
” Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἠμῶν “. Τί θὰ βγάλεις ἀπὸ τὰ ” Χριστιανὰ τέλη”; Λεφτά, παρά, νὰ ἔχεις στὴν τσέπη σου, καὶ μὴ σὲ μέλει. Ἐγὼ νὰ δώσω ἐλεημοσύνη; Καὶ γιατί ἔκανε φτωχοὺς ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Γιὰ νὰ τοὺς τρέφω ἐγώ; Ἂμ βάζουνε ἐσὰς καὶ ταΐζετε τοὺς τεμπέληδες, γιὰ νὰ πᾶτε στὸν Παράδεισο… Χὰ ! Χὰ !
Ἐγὼ ξέρεις πὼς εἶμαι γιὸς παπά, καὶ τὰ γνωρίζω καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Μὰ νὰ τὰ πιστεύουνε αὐτὰ οἱ μικρόμυαλοι. Ὄχι ὅμως κι ἐσὺ Φώτη μου, ποὺ ἔχεις τέτοια σπουδή, καὶ νὰ πᾶς χαμένος. Ἐσύ, ὅπως πᾶς, θὰ πεθάνεις πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πάρεις στὸν λαιμό σου καὶ τὴν οἰκογενειά σου.
Μὰ ἐγώ, σοῦ λέγω καὶ σοῦ ὑπογράφω, σὰν γιατρὸς ποὺ εἶμαι, πὼς θὰ ζήσω ἑκατὸν δέκα χρόνια !…».
Λέγοντας αὐτά, στριφογύριζε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, σὰν νὰ ψηνότανε σὲ καμμιὰ σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα ἀπὸ τὸ στόμα του: « Ἄχ! Ἄχ! Ὤχ! …”
Ἡσύχασε γιὰ λίγο καὶ ξαναεῖπε:
« Αὐτὰ ἔλεγα, μὰ σὲ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι ἔχασα τὸ στοίχημα!
Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μιὰ βουλίαζα καὶ μιὰ ἀνέβαινα ἀπάνω καὶ φώναζα:
Ἔλεος! Ἔλεος !
Μὰ κανένας δὲ μ’ ἄκουγε. Ἕνα ρεῦμα μὲ κλωθογύριζε σὰν νὰ ἤμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ὡς τὰ τώρα, καὶ τί τραβῶ. Τί ἀγωνία εἶναι αὐτή! Ὅλα ὅσα ἔλεγες βγῆκαν ἀληθινά. Τὸ κέρδισες τὸ στοίχημα!
Ἐγώ, τότε, ποὺ βρισκόμουνα στὸν κόσμο ποὺ ζεῖς, ἤμουνα ὁ ἔξυπνος. Ἤμουνα γιατρός, κι εἶχα μάθει νὰ μιλῶ καὶ νὰ μ’ ἀκοῦνε ὅλοι, νὰ κοροϊδεύω τὴν θρησκεία, νὰ συζητῶ γιὰ χειροπιαστὰ πράγματα…
ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ… ( Ματθ. ἲγ΄ 42 )
Τώρα ὅμως βλέπω πὼς χειροπιαστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔλεγα τότε παραμύθια καὶ χαρτοφάναρα. Χειροπιαστὴ εἶναι ἡ ἀγωνία ποὺ βρίσκομαι.
Ἄχ! Τοῦτος θὰ εἶναι ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος θὰ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων…»
Ἀπάνω σ’ αὐτά, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου, κι ἄκουγα μονάχα τὰ βογγητά του, ποὺ κι ἐκεῖνα σβήσανε σιγὰ – σιγά. Μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, μὰ σὲ μιὰ στιγμή, κατάλαβα νὰ μὲ σπρώχνει ἕνα παγωμένο χέρι. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου, καὶ τὸν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τὴν φορὰ ἤτανε ἀκόμα πιὸ φριχτὸς καὶ πιὸ μικρόσωμος. Εἶχε γίνει ἴσαμε ἕνα μικρὸ παιδάκι, μ’ ἕνα μεγάλο γέρικο κεφάλι, ποὺ τὸ κουνοῦσε πέρα δώθε.
Ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μοῦ εἶπε:
«Σὲ λίγη ὥρα θὰ ξημερώσει καὶ θὰ ‘ρθουνε νὰ μὲ πάρουνε, ἐκεῖνοι ποὺ μὲ στείλανε…» Τοῦ λέγω:
« Ποιοὶ σὲ στείλανε»;
Εἶπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως νὰ καταλάβω τίποτα. Ὕστερά μου λέγει:
« Ἐκεῖ ποὺ βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σὲ περιπαίζανε γιὰ τὴν πίστη σου, καὶ τώρα καταλάβανε πὼς οἱ ἐξυπνάδες δὲν περνοῦνε παραπέρα ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο. Εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ τοὺς ἔκανες καλό, κι αὐτοί σε κακολογούσανε. Κι ὅσο τοὺς συγχωροῦσες, τόσο αὐτοὶ γίνονταν χειρότεροι.
Γιατί ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ τὸν κάνει ἡ καλοσύνη νὰ χαίρεται, αὐτὸς πικραίνεται, ἐπειδὴ τὸν κάνει νὰ νιώθει τὸν ἐαυτὸν τοῦ νικημένο.
Τοῦτοι ἐδῶ, βρίσκονται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ μένα, καὶ δὲν μποροῦνε νὰ βγοῦνε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ φυλακή τους γιὰ νὰ ἔρθουνε νὰ σὲ βροῦνε, ὅπως ἔκανα ἐγώ. Βασανίζονται πολὺ σκληρά, γιατί δέρνονται μὲ τὴν μάστιγα τῆς ἀγάπης, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος…
»Πόσο ἀλλιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπὸ ὅ,τι τὸν βλέπαμε! Ἀνάποδος ἀπὸ τὴν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πὼς ἡ ἐξυπνάδα μᾶς ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μᾶς πονηρὲς μικρολογίες, κι οἱ χαρὲς μᾶς ψευτιὰ καὶ ἀπάτη.


»Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε στὴν καρδιὰ σᾶς τὸν Χριστό, καὶ ποὺ γιὰ σᾶς ὁ λόγος Τοῦ εἶναι ἀλήθεια, ἡ μοναχὴ ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τὸ Μεγάλο Στοίχημα, ποὺ μπαίνει ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἄπιστους, αὐτὸ τὸ στοίχημα ποὺ τὸ ἔχασα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, καὶ χάθηκα, καὶ τρέμω κι ἀναστενάζω, καὶ δὲν βρίσκω ἡσυχία.



Βλέπεις γιατί Σωπαίνω ; Διότι Τὸ Σέβας, τὸ μπερδέψατε μὲ τὸν Σεβασμό, Τὴ Δικαιοσύνη μὲ τὴν Ἀνεκτικότητα. Τὴ Νομοτέλεια Τῶν Νόμων Μοῦ μὲ τὴν Ἀλαζονεία σας, καί στῆς Συνταύτισης τὴν Ἰδιότητα στὸ μονοπάτικαὶ ὄχι στὴν Ἀτραπό σας, ὅ,τι ὑμεῖς ἐστὲ οἱ ἐκλεκτοὶ καὶ ἀναμάρτητοι.
Ταυτίσατε τὴν Ἀτραπὸ μὲ τὸ Μονοπάτι καὶ εἶδες πώς, τώρα ποὺ γράφεις ὅ,τι νοιώθεις μέσα σου Δικό Μοῦ Νὰ ΜΙΛΑ, οἱ ἀνεπιθύμητοι ἐκφράστηκαν καὶ σοῦ ἄλλαξαν τὴ γραμματοσειρὰ σὲ καρμική των θέση, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἀντιμετωπίσουν ναὶ ἀλλὰ ἡ Λεμουρία δὲν ὑπάρχει, οὔτε ἡ Ἀτλαντίδα.
Καὶ αὐτοὶ ἀντὶ νὰ προχωρήσουν, Τόσο αὐτοὶ ὅσο καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀδέλφια τους σὲ Ἄνω καὶ Κάτω Κόσμους Μοῦ, γίνανε Μηρυκαστικὰ Κατσικάκια τῆς Δῆθεν Σοφίας Μοῦ, τῆς Δῆθεν Ἀγάπης Μοῦ καὶ Τῆς Δῆθεν Δύναμης Μοῦ.
Ὁ σεβασμὸς ὀφείλει γιὰ νὰ εἶναι Σεβασμὸς κάθε σέβας ἐν τῇ δυνάμει πρῶτα της σκέψης μετὰ στὸ συναίσθημα καὶ μετὰ στὴ στάση ζωῆς, Νὰ Συνταυτίζεται μὲ ΜΕΝΑ ἔτσι Ὥστε ὁ Νοῦς Νὰ εἶναι Κυρίαρχος, Ἡ Ἀγάπη Θριαμβεύουσα καὶ Τὸ Θέλημά Μοῦ στὰ Χέρια σας. Ἀφοῦ θὰ Ἔχω καταστεῖ ΙΣΤΑΜΕΝΟΣ Ο ΜΟΝΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ Τῆς Καρδιᾶς σας.
Ἀλλοιῶς, ναὶ μπορεῖτε γιὰ δισεκατομμύρια χρόνια νὰ περνᾶτε ἀπὸ τὰ ἴδια μονοπάτια σας, δὲν θὰ εἴσαστε ποτὲ στὴν Ἀτραπό Μοῦ, δὲν θὰ ἔχετε ποτὲ μπεῖ καὶ βρέξει τὰ ποδαράκια σας στὸν ΠΟΤΑΜΟ τῆς Ζωῆς Μοῦ, καὶ ἃς σᾶς προσκυνᾶνε στὴ γῆ, καὶ ἃς σᾶς κτίζουνε ναοὺς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅταν ἔλθετε μὲ τὸ καλὸ ἀπὸ τὴν ἀπὸ δῶ Πλευρὰ Τῆς Ζωῆς, θὰ δεῖτε ΠΟΙΟΣ πραγματικὰ εἴσαστε, ὅμως Ἔχω νὰ σᾶς ἀνακοινώσω μερικὰ πράγματα...
Τὰ Σχέδια Ἔχουν ἤδη ΑΛΛΑΞΕΙ, διότι Ὁ Μόνος ποὺ Τὰ Γνωρίζει ΕΙΜΑΙ Ἐγὼ, ἄρα ἂν ἐσεῖς ἀκολουθήσατε τοὺς Μάγιας (ἢ τὰ Μάγια ἄλλων) θὰ βρεθεῖτε πρὸ ἐκπλήξεων ποὺ δὲν θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ πλήξετε νὰ εἶστε σίγουροι γιὰ αὐτό, ὅμως θυμηθεῖτε τὶς προειδοποιήσεις Μοῦ εἴσαστε ἐν περιόδῳ καὶ ἐν χωροχρόνῳ Λυκαυγοῦς, πράγμα ποὺ σημΕνει δυὸ πράγματα ἂν ... ναὶ ἄν...
Ἂν δὲν εἴσαστε Τίμιοι καὶ Ἔντιμοι Ἔναντι Τοῦ Λυκαυγοῦς διότι ἀπὸ πίσω Εἰμὶ Ἐγώ, ἄρα ναὶ θὰ τὸ Συμπιέσω, μὴ διαμαρτύρεσαι γελώντας, ἀλλὰ στὸ Εἶπα.. ἤδη !
Οἱ ὑπόλοιποι δὲν τὸ ἄκουσαν... καὶ ὅ,τι Λέω δὲν Ξαναλέω. Ἄρα Θὰ πρέπει νὰ συντονισθοῦν ἂν θέλουν μὲ ὅ,τι Κρύβω καὶ Ἐμφανίζω, νὰ εἶναι στὴ συνέχεια τοῦ ἔργου θεατές.
Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ σένα, βάλε τὴ μνήμη σου νὰ ἐργασθεῖ σὲ ΔΙΑλογισμό καὶ θυμήσου "Τί" σοῦ Εἶπα πρὶν ἀρχίσεις νὰ Μὲ ρωτᾶς καὶ νὰ γελᾶς στὴ σιωπή.
Δημοσίευσες ἕνα ποίημα Τῆς Νίκης Τοῦ Φωτός, αὐτὸ τοὺς Ἄγγιξε γιὰ λίγο, μετὰ ἐξαφανίστηκαν ὅλοι, καὶ ψάχνουν τί ; Ὅταν μέσα τους δὲν βλέπουν ποτέ.
Ὄχι σὰν Μήνυμα, στὶς Μαγικὲς Λέξεις. Καὶ Μόνο ΕΔΩ, διότι Ἡ Ἐν Τῷ Κέντρῳ Ζῶσα Ζωή Μοῦ (ναί σοῦ ἐπιβεβαιώνω τὶς σκέψεις σου διὰ τὸ Ἐπερχόμενο Γεγονὸς σὰν Evenement Grec ποὺ γνωρίζεις καὶ παρὰ τὶς προσευχές σου καὶ τοὺς διαλογισμούς σου, θὰ πραγματοποιηθεῖ) Δονεῖ τὴν τῆς περιφέρειας ζωή σας, ἄρα ἀκόμα καὶ τῆς κάθε αὐταπάτης, ἴνα καὶ ταύτη μιὰ μέρα καταστεῖ Ζωή Μοῦ ! Ναί, Παράδοξο, ἀφοῦ καὶ ἡ Περιφέρεια εἶναι ζωή Μου, Ὡς Τὰ Πάντα Ζωή Μοῦ, ὅμως μὴ ξεχνᾶς ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ ἀνεπιθύμητοι ἢ πεπτωκότες ἀδελφοί σας, ἐκεῖ εἰσὶν ἐπειδή Μοῦ ζήτησαν τὸν Τρόπο νὰ Εἶμαι Η ΖΩΗ τοὺς, σὲ κάθε Ἀτραπό τους !
27/11/2012





Κάποτε ἕνας ἐρημίτης ποὺ καθότανε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί του, τὸ ὁποῖο βρισκότανε ψηλὰ σὲ ἕνα βράχο, ἔβλεπε τὸ ποτάμι ποὺ διέσχιζε τὸν κάμπο, νὰ ἔχει φουσκώσει. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβρεχε καταρρακτωδῶς, εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ ἔτσι διακόπηκε ἐκεῖ ἕνα πέρασμα, μιὰ ἀερογέφυρα ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Γιὰ μιὰ στιγμὴ βλέπει κάποιον ποὺ εἶχε τὴν ἀνάγκη νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ τὸν βλέπει νὰ γονατίζει καὶ νὰ προσεύχεται στὸ Θεό, γιὰ Νὰ τὸν Βοηθήσει νὰ περάσει ἀπέναντι. Βλέποντας τὸ θέαμα αὐτὸ ὀ ἐρημίτης, σήκωσε καὶ αὐτὸς τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε καὶ αὐτὸς γιὰ νὰ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα σηκώνεται ὁ ἄνθρωπος, κάνει τὸ σταυρό του καὶ μπαίνει μέσα στὸ ποτάμι, ἀλλὰ τὸ ποτάμι τὸν παρέσυρε καὶ τελικὰ πνίγηκε. Ὁ ἐρημίτης σοκαρίστηκε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδε. Γιὰ πολὺ ὥρα δὲν μποροῦσε νὰ συνέλθει. Γιατί δὲν εἰσακούστηκαν οἱ προσευχές μας, ἀναρωτήθηκε. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἔρχεται κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος στὸ ποτάμι, κάνει τὸ σταυρό του, μπαίνει στὸ ποτάμι καὶ περνάει ἀπέναντι. Κόκαλο ὁ ἐρημίτης ! Ποὺ εἶναι ἡ δικαιοσύνη Τοῦ Θεοῦ, ἀναρωτήθηκε. Γονατίζει ὁ ἐρημίτης καὶ διαμαρτύρεται στὸ Θεὸ καὶ τοῦ λέει: Δὲν σηκώνομαι ἀπὸ ἐδῶ Κύριε, ἂν δὲν μοῦ πεῖς, πῶς σκέφτηκες καὶ ἐνήργησες ἔτσι ! Ὁ Θεὸς Εἶναι ἀγαθὸς καὶ Συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔτσι τοῦ Στέλνει ἕναν ἄγγελλο, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀπάντηση. Ὁ ἄγγελλος χτυπάει τὴν πλάτη τοῦ ἐρημίτη καὶ τοῦ λέει : Τί κάνεις ἐδῶ γέροντα ; Γιατί προσεύχεσαι ; Καὶ τοῦ λέει ὁ ἐρημίτης : Νὰ γιὰ κάτι ποὺ εἶδα καὶ σκανδαλίστηκα καὶ τοῦ ἀνάφερε τὰ περιστατικὰ ποὺ εἶδε στὸ ποτάμι. Καὶ ὁ ἄγγελλος τότε, τοῦ λύνει τὴν ἀπορία του, λέγοντας τὸν: Αὐτὸς ποὺ δὲν πνίγηκε, προσευχότανε καὶ ἄλλες φορὲς καὶ θὰ συνεχίζει νὰ προσεύχεται, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ πνίγηκε, προσευχήθηκε μόνο τώρα ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Οὔτε προσευχότανε, ἀλλὰ καὶ οὔτε θὰ προσευχότανε στὸ μέλλον. Βλέπετε; Δὲν Κοροϊδεύεται καὶ Δὲν Γελιέται Ὁ Θεός. Ἐμεῖς στὴν ἀνάγκη θυμόμαστε Τὸ Θεὸ καὶ προσευχόμαστε, ἀλλὰ τότε Ὁ Θεὸς Δὲν μᾶς Ἀκούει. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ προσευχόμαστε καθημερινά... 


Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.


Μιὰ συγκινητικὴ ἱστορία ποὺ πρέπει νὰ διαβάσετε. Εὔκολο εἶναι νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους ποτὲ ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ ξέρεις τί συμβαίνει στὴ ζωή του καὶ πόσο μεγάλες εἶναι ἡ δυσκολίες ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει.

Ἕνας γιατρὸς μπαίνει βιαστικὸς στὸ νοσοκομεῖο, ἀφοῦ τὸν κάλεσαν γιὰ μιὰ ἐπείγουσα χειρουργικὴ ἐπέμβαση. Ἀπάντησε τὸ συντομότερο δυνατό, ἄλλαξε ροῦχα καὶ πῆγε κατευθείαν στὴν αἴθουσα τοῦ χειρουργείου. Πηγαίνοντας πρὸς τὸ χειρουργεῖο βρῆκε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ θὰ χειρουργοῦσε στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς. Μόλις εἶδε τὸ γιατρὸ τοῦ φώναξε:
– «Γιατί ἔκανες τόση ὥρα νὰ ἔρθεις; Δὲν ξέρεις, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ γιοῦ μου εἶναι σὲ κίνδυνο; Δὲν ἔχεις καμιὰ αἴσθηση εὐθύνης ; ».
Ὁ γιατρὸς χαμογέλασε καὶ εἶπε:
– «Συγνώμη, ποὺ δὲν ἤμουν στὸ νοσοκομεῖο, ἀλλὰ ᾖρθα ὅσο μποροῦσα πιὸ γρήγορα ἀμέσως, ὅταν μὲ κάλεσαν. Καὶ τώρα ἠρεμῆστε γιὰ νὰ κάνω καὶ ἐγὼ τὴ δουλειά μου».
- «Νὰ ἠρεμήσω; Ἂν ἦταν ὁ γιὸς σᾶς τώρα σ’ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο, θὰ ἠρεμούσατε;
Ἂν ὁ γιὸς σᾶς πέθαινε τώρα, τί θὰ κάνατε;», εἶπε ὁ πατέρας ὀργισμένος.
Ὁ γιατρὸς χαμογέλασε πάλι καὶ εἶπε:
– «Θὰ σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἀπὸ τὴ σκόνη ἐρχόμαστε καὶ στὴ σκόνη καταλήγουμε, εὐλογημένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου, προσευχηθεῖτε καὶ θὰ κάνουμε τὸ καλύτερο μὲ τὴ βοήθεια Τοῦ Θεοῦ».
– «Νὰ δίνουμε συμβουλές, ὅταν δὲν μᾶς ἀφορᾷ κάτι, εἶναι εὔκολο…», μουρμούρισε ὁ πατέρας.
Τὸ χειρουργεῖο πῆρε κάποιες ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ γιατρὸς βγῆκε χαρούμενος.
– «Δόξα Τῷ Θεῷ, ὁ γιὸς σᾶς σώθηκε» καὶ χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση ἀπὸ τὸν πατέρα, συνέχισε νὰ περπατάει στὸ διάδρομο.
– «Ἂν ἔχετε κάποια ἐρώτηση, ρωτῆστε τὴ νοσοκόμα».
– «Γιατί εἶναι τόσο ἀλαζόνας; Δὲν μποροῦσε νὰ περιμένει λίγα λεπτὰ γιὰ νὰ τὸν ρωτήσω γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ γιοῦ μου ;», ρώτησε τὴ νοσοκόμα λίγα λεπτὰ ἀφοῦ ἔφυγε ὁ γιατρός.
Ἡ νοσοκόμα ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια:


– «Ὁ γιὸς τοῦ πέθανε χτὲς σὲ αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα. Ὅταν τὸν καλέσαμε γιὰ τὸ γιό σας, ἦταν στὴν κηδεία καὶ τώρα ποὺ σώθηκε ὁ γιὸς σᾶς ἔφυγε τρέχοντας γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ κηδεία !!! ».




(ἀπὸ δημοσιευθέντα σὲ ἰστοσελίδες γενικοῦ ἐνδιαφέροντος τὰ παρακάτω λόγια σᾶς τὰ δίνουμε)
Ὑπάρχει κάτι στὴν διαστημικὴ γειτονιά μας ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ καὶ ὅμως γινόμαστε αὐτόπτες μάρτυρες τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς παρουσίας του; Σύμφωνα μὲ κάποιες μετρήσεις τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ μαγνητικὸ πεδίο τῆς Γῆς μειώνεται τὸ ἀντίστοιχό του Ἥλιου ἔχει αὐξηθεῖ κατὰ 230%. Στὴ Γῆ ἡ ἡφαιστειακὴ δραστηριότητα εἶχε αὐξηθεῖ κατὰ 500% ἀπὸ τὸ 1875 ἕως καὶ τὸ 1975, ἐνῷ συγκρινόμενες οἱ χρονιὲς τοῦ 1963 μὲ τὸ 1993 οἱ φυσικὲς καταστροφὲς ἔχουν αὐξηθεῖ κατὰ 400%. Παρόμοιες ἀλλαγὲς ἔχουν παρατηρηθεῖ σὲ ὅλους τους πλανῆτες τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος. Ὑπάρχει κάτι πέρα ἀπὸ τὸν Πλούτωνα ποῦ ἐπηρεάζει ὅλη τὴν εὐστάθεια τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος;

Something is Affecting the Entire Solar System

Strange things are happening in both outer and inner space scientists are discovering that the Solar System, the sun, and life itself are mutating in totally unprecedented ways. They are reporting changes that are being recorded in space that have never been seen before Studies show that the Sun and the planets themselves are physically changing at an accelerated pace. Most notably, they are undergoing major changesin their atmospheres.

Let's begin with the Sun. The Sun is the center of our Solar System, and all life that is on this Earth came from the Sun. If there were no Sun, we would not be alive. This is simply scientific fact. And so any changes that occur in or on the Sun will eventually affect every person alive.

We know that the Sun's magnetic field has changed in the last 100 years. There's a study by Dr. Mike Lockwood from Rutherford Appleton National Laboratories, in California. D
r. Lockwood has been investigating the Sun, and reports that since 1901 the overall magnetic field of the Sun has become stronger by 130 percent.







A pure Heart open to the light,
will be filled with the very essence of Truth.

Rumi.


Η Καρδιά έχει τα δικά της αυτιά,
γιά να ακούει αυτά πού ο νούς
κάνει πώς δεν καταλαβαίνει.

Rumi.


Ελλάδα. Όλα εδώ ξεκίνησαν,
κι εδώ θα καταλήξουν.

Rumi.




Οἱ καλόγεροι,

τὸ ποτάμι καὶ Ὁ Βούδας.

Μιὰ μέρα ρώτησαν Τὸν Βούδα γιατί δὲν συμπαθεῖ τοὺς καλόγερους.
Καὶ Ἐκεῖνος Εἶπε ὅτι οἱ καλόγεροι πουλᾶνε νερὸ στὶς ὄχθες τοῦ ποτα
μοῦ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπάτη 

Καὶ ᾖρθε μιὰ ἐπιτροπὴ καλογέρων καὶ Τοῦ εἶπε :


«Ξέρουμε ὅτι πουλᾶμε νερὸ στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ τὸ κάνουμε ὥσπου οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι δὲν τὸ χρειάζονται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅτι Ὁ Θεὸς δὲν χρειάζεται ἐνδιάμεσους».
Ὁ Βούδας γέλασε πολὺ καὶ ὅταν οἱ καλόγεροι ρώτησαν γιατί γελοῦσε, Ἀπάντησε :
«Γιατί ἂν δὲ βρισκόσασταν ἐκεῖ
νὰ πουλᾶτε νερό,
οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀντιλαμβάνονταν
πολὺ πιὸ γρήγορα
ὅτι δὲν χρειάζονται ἐνδιάμεσους».
(Ἀντιγραφὴ ἀπο δημοσίευση στο internet.)



https://www.youtube.com/watch?v=rQXuy-GeLok




«κε τους περιμένουν τ πι μεγάλα κακ ν πάθουν, πληρωμ γι τν αθάδεια κα τς σκέψεις πο θεν δν λογαριάζουν· γιατί στν χώρα τν λληνικ σν ρθαν, τν θεν τ’ γάλματα ν ξεγυμνώσουν δν ντρέπονταν κα τος ναος ν κάψουν. Κι ο βωμο φανισμένοι κα τν θεν τ ερ εν’ π ρίζα, νάκατα, ναποδογυρισμένα π θεμέλια.
[…] Κα νεκρν σωρο κα στν τριτόσπορη γενι φωνα θ φανερώσουν στ μάτια τν νθρώπων πς δν πρέπει, θνητς σν εναι, ν’ να περήφανος πέρα π’ τ μέτρο· γιατί  περοψία, σν νθίση, θ καρπίση τς καταστροφς τ στάχυ, π’ που γεμάτο κλάμα θέρισμα θερίζει».
Ασχύλου «Πέρσαι», στ. 807-822, κδόσεις Πάπυρος, σέλ. 77

Ὁ Πέτρος Γκουερὲν ἦταν σπουδαῖος κλόουν. Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν, γέρασε καὶ δὲν ἔβρισκε πιὰ δουλειά. Ἀπελπισμένος καὶ γιὰ νὰ μὴ πεθάνει τῆς πείνας, πῆρε τὸ δρόμο γιὰ ἕνα μοναστῆρι ἀφιερωμένο Στὴν Παναγία.
σως ο καλόγεροι ν τν φιλοξενοσαν γι λίγο. Πραγματικά, γούμενος τν κράτησε κε, γι ν κάνει κάποιο θέλημα.
Πέτρος χάρηκε. Κι θελε ν εχαριστήσει Τν Παναγία γι’ ατό. Δν ξερε μως γράμματα, γι ν μπορε ν διαβάζει στ μεγάλα βιβλία κα ν Τς ψέλνει μνους, πως ο καλόγεροι. λλ κάτι σκέφτηκε ν κάνει κι ατός…
Κι να μεσημέρι, πο ο καλόγεροι σύχαζαν στ κελιά τους, Πέτρος χάθηκε.
γούμενος, θέλοντας ν τν στείλει σ κάποιο θέλημα, ψαξε ν τν βρε.
Τν γύρεψε παντο μ δν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμ πέρασε κα μπροστ π’ τ δυτικ πόρτα τς κκλησίας κι π’ τ μεγάλο τζάμι τς ριξε μία γρήγορη ματι μέσα στν κκλησία.
Κα τί ν δε! Πέτρος ταν μπρς στ μεγάλη εκόνα Τς Παναγίας κι κανε τομπες κα χίλια δύο κροβατικά. Μία περπατοσε μ τ χέρια, μία σορροποσε μόνο πάνω στ να χέρι, μία κυλοσε στηριγμένος στς κρες τν ποδιν κα τν χεριν σν τροχός.
γούμενος ναστατώθηκε π’ ατ πο βλεπε. Τ πέρασε γι μεγάλη σέβεια κι ταν τοιμος ν το βάλει τς φωνές.
ταν κριβς στιγμ πού… Πέτρος, κουμπώντας μόνο πάνω στ κεφάλι του, παιζε στ πόδια του, τ γυρισμένα πρς τ πάνω, τ παλιό του μπαστονι τν κλόουν.
Κι εχε ναψοκοκκινίσει τ γέρικο πρόσωπό του κι εχαν φουσκώσει ο φλέβες το λαιμο του κα ποτάμι τρεχε δρτας π τ μέτωπό του.
τοιμος ταν ν το βάλει τς φωνς γούμενος. Μ κείνη τ στιγμ φάνηκε Η Παναγία κε π τ μεγάλη εκόνα Ν’ Απλώνει Τ Χέρι Της, Ν Σκύβει κα μ τν κρη Το Μανδύα Της Ν Σκουπίζει τν δρτα π τ πρόσωπο το Πέτρου.
νατρίχιασε γούμενος. Γονάτισε, σταυροκοπήθηκε κα ψιθύρισε τρέμοντας:
«Συγχώρεσε μέ, Παναγία μου.
σ Ξέρεις ποις Σ τιμ
κα Σ δοξάζει καλύτερα…»


Κυκλοφορε στ ΔΙΑδίκτυο.




Ὅταν δυὸ δυστυχίες συναντιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ εὐτυχία. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν εἶναι νὰ γίνουν μιὰ διπλὴ δυστυχία.
Osho.



Un article très – très intéressant déjà publié ailleurs :

Un chaman brésilien révèle le côté obscur de la « pensée positive »

Bien sûr, à Esprit science métaphysiques nous croyons en la pensée positive, mais il est intéressant de voir et de comprendre certains aspects souvent ignorés de cette pratique.
Vous a-t-on déjà dit que vous devriez «penser positivement» et que vos problèmes disparaîtront?
Ou qu’afin d’obtenir ce que vous voulez dans la vie, tout ce que vous devez faire est de le visualiser et que cela finira par apparaître?
C’est une approche de la vie qui est populaire depuis des décennies grâce à des livres comme «Réfléchissez et devenez riche» » et «Comment se faire des amis et influencer les autres».
Mais cela nous aide-t-il vraiment à mener une vie plus gratifiante et significative?
«Pas vraiment», selon ce chaman brésilien initié dans les traditions de la forêt amazonienne.
Dans un article publié dans Huffington Post, Rudá Iandé révèle le côté obscur de la pensée positive.

Le côté obscur de la pensée positive : «Concentrez-vous sur la puissance de vos pensées et vous transformerez ainsi votre réalité.»

Des milliers de livres, des ateliers et des gourous de l’entraide répètent le même mantra: « Changez vos pensées, changez votre vie ».
Si seulement la mythique de « la loi d’attraction » fonctionnait pour la moitié des gens qui l’ont essayé ! Nous aurions un plus grand Hollywood pour toutes les stars de la pensée positive, des milliers de nouvelles îles privées pour les millionnaires de la pensée positive et de grandes industries n’existant que grâce au succès des PDG de la pensée positive. Il n’y aurait pas assez de ressources sur la planète pour réaliser les rêves d’une nouvelle génération de magiciens en possession du «Secret».
La pensée positive est comme la version New Age de la croyance au Père Noël. Tout ce que vous avez à faire est de faire une liste des choses qu’il vous faut, d’imaginer que cela vient à vous, et puis de vous asseoir et attendre que l’Univers vous le livre à domicile. La pensée positive prétend vous donner la clé de votre avenir le plus désiré juste en imaginant que celui-ci est déjà arrivé. En procédant de cette façon, vous attirez de la matrice universelle tout ce que vous voulez. Restez 100% positif pendant une assez longue période, et votre nouvelle réalité se matérialisera simplement à partir de vos pensées.

Il y a deux problèmes à cela: 1) C’est épuisant, et 2) C’est souvent inefficace.

La pensée positive vous apprend

à ignorer vos véritables sentiments.

En fait, ce que la pensée positive vous apprend réellement c’est à vous hypnotiser en ignorant vos vrais sentiments. Cela crée une sorte d’étroitesse d’esprit. Vous commencez à verrouiller votre conscience dans une bulle dans laquelle vous n’existez que comme votre «moi supérieur», toujours souriant, plein d’amour et de bonheur, magnétique et irrésistible. Vivre à l’intérieur de cette bulle pourrait paraître bien à court terme, mais avec le temps, la bulle éclatera. C’est parce que chaque fois que vous vous forcez à être positif, la négativité augmente. Vous pouvez nier ou réprimer les pensées et les émotions négatives, mais elles ne peuvent pas disparaître.
La vie est pleine de défis, et faire face à ces défis quotidiennement déclenche toutes sortes de pensées et d’émotions, y compris la colère, la tristesse et la peur. Essayer d’éviter ce que vous considérez comme ‘négatif’ et vous en tenir uniquement au ‘positif’ est une énorme erreur. Lorsque vous niez vos vrais sentiments, vous dites à une partie de vous-même que vous êtes quelqu’un de mauvais, que vous êtes une ombre, que vous n’êtes pas «au bon endroit». Vous construisez un mur dans votre esprit et votre psyché se divise. Lorsque vous tracez en vous une limite entre ce qui est acceptable et ce qu’il ne l’est pas, 50 % de qui vous êtes est en refus. Vous essayez toujours d’échapper à votre ombre. C’est un voyage épuisant qui peut mener à la maladie, à la dépression et à l’anxiété.
Nous nous efforçons d’être heureux, et plus nous essayons, plus nous devenons frustrés. La frustration en plus de l’épuisement mène à la dépression. Les gens deviennent frustrés car ils ne peuvent répondre à l’archétype du succès vendu par Hollywood. Ils sont épuisés du combat qu’ils mènent contre eux-mêmes, et sont déprimés parce qu’ils ne sont pas en phase avec leur véritable nature.

Vous pouvez finir par être en guerre avec vous-même.

Vous pouvez consacrer votre vie à mener une guerre contre vous-même. L’autre approche consiste à reconnaître que vous êtes un être humain avec un grand potentiel, et d’apprendre à accueillir à bras ouverts l’ensemble de votre humanité. Arrêtez de diviser vos pensées et vos émotions en pensées «positives» et «négatives». Après tout, qui décide de ce qui est positif ou négatif ? Où trace-t-on la ligne entre le bien et le mal en nous ? Dans notre monde intérieur, cela n’est pas toujours très clair. Même les émotions les plus difficiles ont une fonction importante dans la vie. Le chagrin peut apporter de la compassion, la colère peut vous aider à surmonter vos limites, et l’insécurité peut devenir un catalyseur de croissance, mais seulement si vous leur donnez de l’espace dans votre for intérieur. Au lieu de vous battre contre votre propre nature, vous pouvez utiliser les défis de la vie pour progresser.
Beaucoup de gens se retrouvent souvent avec de nombreuses craintes, désespérés de ne pas connaître plus de succès. Ils pensent que le succès est une sorte d’oasis où ils pourront se reposer du monstre imaginaire de l’échec qui les poursuit constamment. Mais cette oasis se révèle être un mirage, qui disparaît dès que vous vous en rapprochez.
Mon conseil pour ces personnes est de faire le contraire de la pensée positive. Je les invite à imaginer le pire scénario possible, à explorer ce qui se passerait si leurs peurs les plus profondes devenaient réalité. En faisant cela, la peur cesse d’être monstrueuse. Et, toutes ces personnes pourront ainsi se rendre compte que même s’ils échouent, ils pourront se lever et essayer à nouveau. Ils apprendront de leurs expériences. Ils deviendront plus sages et plus aptes à réaliser leurs rêves ultérieurement. Sans aucun sentiment d’insuffisance, ils pourront profiter de la vie et laisser place à la créativité. Ils se rendront compte que le pouvoir qu’ils donnent à leurs peurs peut être consciemment utilisé pour créer la réalité qu’ils veulent.

Acceptez le contraste de la vie.

Je crois au contraste de la vie. Lorsque vous acceptez tout l’éventail de votre être – y compris la tristesse, la colère, l’insécurité et la peur – toute l’énergie utilisée pour lutter contre vous-même redevient alors disponible pour vivre et créer. Il y a la même quantité d’énergie dans la «positive attitude» que dans ce que vous appelez négatif ou ombre. Les émotions sont une force pure de la vie, et vous ne pouvez accéder à la pleine puissance de votre conscience que lorsque vous laissez manifester l’intégralité de vos émotions. Bien évidemment, il y aura de la douleur, de la tristesse et de la colère, tout comme il y aura de l’amour, de la joie et de l’enthousiasme. Ces émotions trouveront leur équilibre naturel, et cet équilibre est beaucoup plus sain que de faire une distinction entre le bon et le mauvais.
Les humains sont des rêveurs, dans tout les sens du terme. Nous pouvons accomplir une grande partie de nos rêves au cours d’une vie, mais nous ne pourrons pas tous les réaliser. Mais les objectifs de vie les plus importants que nous devons accomplir avant de mourir, c’est la façon dont nous vivons actuellement. Avec une conscience et un sens de l’humour, nous pouvons embrasser la totalité de notre être et vivre une vie de l’âme. Au-delà de notre concept du «positif» et du «négatif», il y a la beauté, le mystère et la magie de notre véritable être qui méritent d’être honorés et célébrés. Cela est disponible pour chacun d’entre nous en ce moment même.
Rudà Iandé est un chaman et un coach de vie. Il est le fondateur de Primal Source et travaille comme entraîneur dans le développement personnel pour des clients privés et aide aussi des équipes d’entreprises à dépasser de nombreux limitations de soi et à exploiter leur créativité, et leur pouvoir personnel.
Pour Esprit science métaphysiques la vraie pensée positive n’a rien à voir avec le fait de vouloir posséder plus que vous n’en avez besoin.
Il ne s’agit pas de posséder un manoir, une île privée et avoir des millions sur votre compte en banque. En fait tout cela est plutôt lié à la négativité.
Cet article tente de renforcer l’acceptation selon laquelle nous devrions être heureux avec ce que nous avons, afin d’avoir davantage d’abondance dans notre vie et ce n’est pas faux.
Mais lorsque nous avons des vraies pensées positives, nous réalisons qu’aucune de ces choses n’est vraiment importante. L’amour et l’humilité sont des choses positives, tout comme s’occuper d’un autre, ou de veiller à ce que son voisin se porte bien.
Vouloir une nouvelle voiture, une nouvelle télé, une île, un grand compte bancaire, une renommée internationale, un grand profil sabote la loi d’attraction et n’est certainement pas positif.
Laissez-nous vos impressions dans les commentaires, nous sommes curieux de les connaître.





« Δόξα Τ Θε,

πάντΩΝ Νεκεν !»
 
 
 

 

 

«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στὸ τάγμα τῆς Κορέας. Δὲν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων ποὺ κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος.

Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στὴν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατριχίαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρό τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μία νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.

Ξημέρωνε ἡ 7ηΑπριλίου 1951. Μὲ τὴ διμοιρία μου εἶχα καταλάβει μία πλαγιὰ σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στὸ ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη Σταῦρο Ἀδαμάκο.

Ὅταν ρόδιζε ἡ αὐγή, ὅποτε δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ συνετάραξε:

Μία γυναῖκα στὰ μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ρωτᾷ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὸν ὦμο μου:

-Θέλεις νὰ βρίσκομαι κοντά σου Χρῆστο;

Ἐνοίωσα τότε μία βαθειὰ ἀγαλλίαση

- Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ; τὴ ρώτησα.

Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:

-Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;

- Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίζω μία ἄγνωστή μου;

- Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὅλους τους στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατί δὲν πηγαίνετε στὸ Πουσᾶν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;

Μ’ αὐτὴ τὴ φράση ξύπνησα τρομαγμένος Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.

Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στὸν ὕπνο σου.

Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκρούς τοῦ Πουσᾶν.

Ἐνῷ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τὴ γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.

-Ἀδαμάκο ! βάζω μία φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τὴ βλέπεις;

Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλὰ ποὺ ἐγώ ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ γλυκύτατη φωνὴ στάθηκε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε

- Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλὰ θέλω ἀπὸ σένα νὰ μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στὶς δυσκολοτέρες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.

Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νὰ φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχα κλάψει ποτὲ στὴ ζωή μου».

«ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»