Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

11 – 3 – 18


Γράμμα ἀπὸ
« Τὸ Ὑπὲρ ~ Πέραν »,
τῆς 11/3/2018.
 
Universal Peace Mantra | Om Sarveshaam Svastir Bhavatu
 
Χάνεις τὸν κάθε εἴδους σου Παράδεισο, καὶ τὸν ἐπίγειο τῆς κάθε στιγμῆς τῆς βιωθείσης εὐτυχίας σου, ἀλλὰ καὶ Κυρίως καὶ Πρωτίστως ΚΑΙ πᾶν ὅ,τι εἶχες ἀπὸ παλαιά, πολὺ παλαιά, ἀποθηκεύσει Στὶς Τράπεζες Τοῦ Οὐρανοῦ, ὅταν λάβεις ἀποφάσεις τραγικές, ὄχι διὰ τὸ μέλλον σου μόνο [ τῆς “δῆθεν” ἐδῶ μοναδικῆς ζωῆς σου..], ἀλλὰ διὰ τὸ κάθε παρόν σου, ἀπέναντι στὸ κάθε παρελθόν σου, ἂν καὶ ὅταν στὴν ὥρα τῆς ἀπενσάρκωσής σου, δεῖς, ὅτι μιὰ μόνο πόρτα νὰ σοὺ ἀνοίγει, καὶ αὐτὴ τοῦ χώρου, ποὺ ὅλοι φοβοῦνται [ὡς ζωντανοί], καὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ πάει [ὡς θνήσκων..], ἀλλά, ἀπὸ ἐκεῖ τους περιμένει, ἡ μόνη δικλεῖδα σωτηρίας τους, διὰ νὰ ἀποφύγουν Τὸν Πνευματικὸ Θάνατό τους, ἐκτὸς ἄν... ἄν... ἀλλά, πάει καὶ αὐτὸ πιὰ ... [σὰν παλαιὰ προσφερθεῖσα κάποτε δυνατότητα], ἄρα ἐκτὸς ἂν μόνο γιὰ ἐκεῖ εἶσαι... καὶ ἐσὺ ταγμένος.
Ὁρισμένοι θὰ ποῦν : “μὰ τί στὸ καλὸ λὲς ἄνθρωπέ μου ;;;, e allora io dico, τὸ μόνο διὰ ὅλους ἀληθές, [στὴν μετὰ τοῦ χρόνου, τοῦ ἐδῶ θανάτου τους ὡς δυνατό], ποῦ τοῦ εἶχαν προσδυνάμενοι αὐτοῦ, ἔστω μιὰ δυνητικὴ ἔσχατη διὰ αὐτοὺς καὶ δυνατότητα, μόνο ὡς εἰωθότες καὶ νῦν οἱ αὐριανοὶ τάχιστα ἐπερχόμενοί του...
Ἄρα, ἂν κάνεις τὸν Κινέζο σὲ ρωμαϊκὴ γαλέρα καὶ ἀγορά, τότε μὴν ἀπορεῖς ὅτι δὲν θὰ σοῦ φανοῦν κινέζικα, ἀλλὰ too much Greek, στὴν δική σου ὥρα, ποὺ δὲν τὴν ἔχετε καὶ τὴν ἔχετε ἤδη ἀπολέσει δυστυχῶς καὶ οἱ πλεῖστοι ἐξ ὑμῶν....
Ἃς κάνουμε μιὰ στάση καὶ νὰ φτιάξουμε τὸ βλέμμα τῆς ἀγάπης, εἰς πᾶν ὅ,τι εἴδατε λίγοι νὰ κρύβει μιὰ φωτογραφία μου, ποὺ σᾶς ἔκανε νὰ τρέξετε τὴν μνήμη εἰς Τῆς Μνημοσύνης Τὴν Ἀτραπό, στὸ σχετικὰ πρόσφατο διὰ ὑμᾶς μόνο καὶ πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν ἀπενσάρκωσή μου, διὰ πᾶν ὅ,τι, ἡ τέχνη ἔδωκεν ὑμῖν εἰς τὴν πόλη τοῦ φωτός, ποὺ τρομάρα της, μόνο φῶς δὲν ἔχει καὶ σήμερα...


Σὰν Μήνυμα ἡμέρας....
σᾶς ἔδωσα μιὰ “παραγγελιά ”, ὡς λένε στὴν πιάτσα οἱ μάγκες τοῦ λιμανιοῦ [λίγο καραβίσια !], καὶ σᾶς εἶπα νὰ μὴν τολμήσετε νὰ μοῦ ἀνάψετε κερί, ὁλόκληρο [ἄρα ἐκεῖ σᾶς μίλησε ἡ διπλή μου ἀνάμνηση, ὡς ἐνσάρκωση ποὺ εἶχα ὡς “φύση”, καὶ ὄχι ὡς “ὀ,τι” τώρα εἶμαι, ἄρα, ἡ ἀληθοφάνεια, αὐτὴ καὶ μόνο αὐτή, ἃς σᾶς γίνει ὁδηγός, τῶν ὅσων δὲν ξέρω νὰ πῶ, ἀπὸ ἐδῶ ποὺ εἶμαι, ἐνῷ τὸ πρὶν τῶν τωρινῶν λόγων μου, δοθὲν ἔργο, στοῦ βίωνε λάθρα τὴν ὥρα, σᾶς φάνηκε περισσότερο εὐήκοο, καὶ τοῦ παντὸς ΣΥΝΑρεστοῦ καὶ σὰν Τῆς δεδΟΜένης ΣΥΝΑρχῆς Τοῦ, Τὴν Ἁγία «Τοῦ» Τὴν Ὥρα !] !
Σᾶς ξαφνίασε αὐτό, καὶ εὐλόγως θέλατε, ἀπὸ τιμιότητα ἔναντι τῶν ὅσων ἤμουν καὶ δὲν εἶστε, [ἄρα ξέρετε διὰ τί μιλῶ...] νὰ μοῦ ἀφιερώσετε ἕνα ὁλόκληρο κερὶ “νέο”, διὰ ἄναμμα, καὶ σᾶς εἶπα “ δὲν εἶμαι Ἄξιος τοῦ ”, ἄρα τὸ κερὶ τὸ ἄκαυτο, ποῦ κάθε φορᾷ τὸ ἀνάβετε στὴν ἐκκλησιά σας, ἔχει ψυχὴ μέσα του ; Σαφῶς καὶ ναί...
Κάποιος, καὶ δὴ καὶκάποιοι ”, μέσα ἀπὸ αὐτὸ ( “ ὅταν καὶ ἀν ” τὸ ἀνάψετε μὲ συνειδητὴ παρρησία καὶ εἰλικρίνεια, καὶ χωρὶς νὰ ζητᾶτε διὰ τὴν μόστρα σας, ἢ τὴν ἀφεντιά σας, τὸ παραμικρὸ ! Ναί, τότε, μυριάδες ἀπὸ τῆς κόλασης τὰ μέρη ), ἔχουν παροχὴ μίας νέας ἐλπίδας, νὰ τὴν ἁρπάξουν στῆς ἁγιοσύνης Τὴν Ὥρα..
Ὄχι βέβαια τὴν δική τους ὥρα, ἀφοῦ ἐκεῖ αὐτοὶ εἶναι οἵ τῆς γῆς καὶ τῆς κάθε ἐνσάρκωσής τους, οἱ τῶν ἑαυτῶν της, οἱ κολασμένοι, ἄρα ποιὰ εἶναι “ Ἁγιοσύνης Ἡ Ὤρα ... ;
Εἶναι ἐκείνη ἡ ὥρα, ποὺ ἀρκεῖ ἕνας μόνο Ἅγιος, στὴ γῆ νὰ εὐχηθεῖ κάτι χωρὶς ἐγώ. Χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἐγὼ μέσα του, καὶ νὰ πεῖ στὸ ΘεὸἘγὼ Φταίω Κύριε! Καὶ ἃς μὴ ξέρει ποτὲ διὰ τί φταίει, καὶ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν φταίει, ἀλλά, τὸ νὰ τολμήσει νὰ λάβει σταυρὸ θυσίας, αὐτὸς ποὺ στὴ γῆ ὅλοι τὸν φτύνουν γιὰ τόσο πολὺ χαζό, πολλὰ ἀγύριστα κεφάλια τῆς κόλασης σῴζει, ποὺ διὰ αὐτοὺς ποτὲ δὲν ἔχει, ὄχι πιὰ «δεύτερη εὐκαιρία»...ἀλλὰ μηδὲ καὶ «τελευταία εὐκαιρία».
Ναί, πᾶμε σὲ «ἄλλα» λιμάνια τώρα, καὶ σκοῦνα μᾶς καλὰ ἀντέχει [νὰ εἶστε σίγουροι !], ἀκόμα καὶ τὸ πανί της, ποὺ τὸ βλέπετε ραγισμένο ὡς ἱστό, καὶ τρύπιο καὶ ἀνύπαρκτο σὰν ὕφασμα, ἀκόμα καὶ ἂν φορᾶτε στὸ κατάστρωμά της, τρύπιες κάλτσες, ἀπὸ τὴν ἁρμύρα τῶν βημάτων σας, στὰ ἀγκάθια τοῦ βυθοῦ τῆς μετανοίας, ἀκόμα καὶ ἂν ἡ μηχανὴ σας, ἔχει ρετάρει καίγοντας πολλὰκαμένα” λάδια ἀγάπης, καὶ μὴν βγάζοντας καπνό, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ἔχετε μαντήλι διὰ δάκρυα : ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΤΕ.
Διατὶ ; Διότι ἐσεῖς ἔχετε Ἐλπίδα ! Ναί, εἶστε ἐκεῖ ... στὴν γῆ, ἄρα, ἀκόμα στὸ λίγο τοῦ καθόλου, καὶ στὸ οὐδέποτε τοῦ τίποτα, [ἔχει τόσα ὑπέρμετρα πολλά], ποὺ μπορεῖτε ἀκόμα καὶ στὸ χρόνο σας, ποὺ σίγουρα δὲν τὸν ἔχετε, [ποὺ θὰ ἀπορεῖτε μετὰ μιὰ μέρα, λέγοντας μὰ καλὰ τόσο χαζοὶ ἤμασταν καὶ δὲν παίρναμε πρέφα ;;;...] μπορεῖτε νὰ κάνετε τόσα πολλά, ποὺ ἀρκεῖ μόνο ἕνα σεκόντο στιγμῆς, διὰ νὰ κερδίσετε ὅλα τὰ δευτερόλεπτα Τοῦ Θεοῦ !
Ἃς ἔχετε λοιπόν, ὅλα τὰ λεφτὰ τῆς γῆς, καὶ τί μὲ αὐτὸ ; Στὰ σαβάνα σας, δὲν χωρᾶνε τὰ χρήματα ! Ἂν ὅμως δεῖτε, ἕναν ἐκεῖ, νὰ ἔχει ἕνα δευτερόλεπτο Τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του, καὶ νὰ προσεύχεται [ὄχι διὰ αὐτόν !], μὴν τὸν εἰρωνεύεστε, καὶ ἃς σᾶς φαίνεται ντὶπ γιὰ ντὶπ καὶ χαζὸς ἀλλὰ καὶ ἐγωιστὴς ...
Ἔτσι ἤμουν καὶ ἐγώ.. ὡς στὴν πιὸ παραπάνω τῆς προηγουμένης ἀγκύλης, ποὺ παραπάνω γράψατε, δὲν ἔπαιρνα πρέφα, ἀπὸ Τὴν Θεϊκὴ Μουσικότητα (καὶ ἀκόμα χειρότερος, ἤμουν ὁ βλᾶκας), ἀφοῦ μὲ αὐτὴν ὡς ἐνσάρκωση ζοῦσα...
Ναί, διὰ αὐτὸ πῆγα στὴν Κόλαση... καὶ ἃς μὲ νόμιζαν ὅλοι στὴν γῆ, ἱκανὸ νὰ στύβω πέτρες, καὶ νὰ φτιάχνω παραδείσους, ἢ νὰ ἔχω ἕνα μυαλὸ ποὺ νὰ γεννᾷ καράβια, στὸ πὶτς φιτίλι, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορῶ νὰ ἀρμενίσω ἐκεῖ, ποὺ Εἶναι, ἡ νότα Τῆς Εἱμαρμένης, ἐπειδὴ ἤμουν ἀγράμματος ἀπὸ Ἀγάπη...
Καὶ ἐγὼ ὁ χαζὸς τί ἔκανα ;; Ἐμπορεύτηκα Τὴν Ἀγάπη. Ἐκμεταλλεύτηκα Αὐτήν, καὶ Τὴν πούλησα. Τὴν ἔκανα χρῆμα, καὶ προσπάθησα νὰ Τὴν ἐξισώσω μὲ πᾶν ὅ,τι, θὰ μοῦ ἔδινε Ἐκείνη, σὰν χρῆμα ...
Καὶ διὰ αὐτό, ἔναντι τοῦ ὅποιος ἤμουν παλαιά, καὶ ὅσων εἶχα ἀποθηκεύσει, ἀπὸ ἔργα πραγματικὰ θεϊκά, σὲ μιᾶς στιγμῆς ἐνσάρκωσης μιᾶς κάποιας ἄλλης πρότερης ζωῆς, [Ναὶ πάντα σὲ κάποια ἄλλη μου ζωή, καὶ σὲ μετέπειτα δοξαστικὰ ἔργα αὐτῆς] τότε, στὴν ὥρα μου τῆς ἐνσαρκωμένης μου κρίσης, ἔχασα τὸν κάθε ἀλλοῦ ὑπαρκτὸ παράδεισό μου, πάντα πρὶν κἄν πεθάνω ἐδῶ στὴ γῆ, καὶ ἔτσι ἄλλαξε στοῦ πεπρωμένου μου τὴν μοναδικὴ ὥρα, ὁ διὰ ἐμὲ προσκείμενος δρόμος, καὶ φυσικά καί μὲ παρέλαβε στὸν πρτο θάνατό μου, ἄλλος περαματάρης ! Ἐπειδὴ δὲν ἤμουν ἄνδρας μὲ ... περγαμηνὲς Στὴν Μιᾶς Θεϊκής Στιγμῆς τὴν ὥρα, στὰ παντελόνια μου, καὶ ἀπόλυτα ἔχασα ἀπό τήν γ ζντας, τὸν κάθε μου παράδεισο.. καὶ κατέληξα στὴν κόλαση.                                                 
Ἔτσι, ὄχι μόνο προκάλεσα τὴν κουρτίνα “δύο”, νὰ μοῦ ἔλθει σὰν θάνατός μου [ποὺ τὸν ἤλξα μὲ βῆμα ταχὺ στὴν ἐκεῖ ἐνσάρκωσή μου κοντά σας, ὅταν ἤμουν], πρὶν κἄν ἔρθει, ἀπὸ πᾶν ὅ,τι θὰ εἶχα διαλέξει, ἂν ἤμουν τίμιος στὶς ἐπιλογές μου ὡς ἐνσαρκωμένος [ἡ κουρτίνα “ἔνα” ...], ἂν ἤμουν ὡς λέτε ἄνδρας καραβοκύρης καὶ μπεσαλής, καὶ μὲ εἰδικὸ βάρος στὰ παντελόνια μου ....
Τὰ εἶπα ὅλα..; Δὲν ξέρω.. καὶ ἃς σκέφτεστε διὰ μὲ πολλά, πολὺ αὐτὸ μὲ θλίβει ! Διότι, τὸ νὰ μὲ ἐξυμνοῦν, ἐνῷ εἶμαι, ἐκεῖ ποὺ εἶμαι, ὡς ψυχή, δὲν μὲ βοηθᾷ αὐτό, σὲ ὅ,τι μοῦ ἄξιζε κάποτε [μονομιᾶς σὰν πνεῦμα, ποὺ τὸ ἔχασα ἀπόλυτα αὐτό, διότι αὐτὸ ὡς πρῶτο, μὲ ἐγκατέλειψε, πολὺ πρὶν ἀφήσω τὰ ἐκεῖ ἀνάμεσα σας ἐγκόσμια διά τά θυμαράκια], μὲ κάνει δὲ νὰ πονῶ, πολὺ περισσότερο, ἀφοῦ δὲν εἶμαι ἐκεῖ, ποὺ ἄλλοι εἶναι, καὶ πολύ το ἀξίζουν [περισσότερο αὐτοί], ποὺ ναὶ μέν, δὲν τοὺς ἔφτυνα μὲ κακὸ σκοπό, ἀλλὰ ἐπίτηδες καὶ μὲ τάκτ [δηλαδὴ ὀργανωμένα] δὲν τοὺς ὑπολόγιζα καί καθόλου, διότι ὑπολόγιζα μόνο τὴν πάρτη μου, τῶν ἐγώ μου, τὴν ἀφεντιά μου. Τὴν ὠφελιμιστικότητα τοῦ σκοποῦ μου, καὶ μόνο τα λεφτά μου, ἢ τὴν δόξα τῶν χρημάτων μου, στὴν ἀπόκτησή τους...
Τώρα πᾶμε στὰ πιὸ δύσκολα ... αὐτὰ ποὺ δὲν λέγονται, διότι καὶ νὰ τὰ λέγαμε, ποιοὶ θὰ μᾶς ἀκούγανε ; Κανείς, καὶ μηδὲ καὶ ὁ κοῦκος, χάσαμε τὸν κοῦκο, καὶ χάνουμε καὶ τὰ πασχάλια.... ἄρα ἃς δοῦμε τὴν σιωπή... ἐμεῖς δὲν θὰ γίνουμε ποτὲ σύντομα καμία ἀπολύτως ἄνοιξη. Καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ ἐσεῖς ποῦ διὰ ἐδῶ εἶστε ταγμένοι, πολὺ πρὶν ἐκεῖ ἐνσαρκωθεῖτε..



Ὁ Θεὸς ΔΕΝ παίζει ζάρια.

Ἀρίστος.
11 – 3 – 18

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Πρωτάγγελλος.

Ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Λῆμνο μ ἕναν γαίδαρο. Τον ἔβαζε καὶ στὸ καράβι μέσα. Στον γέρο-Γιάννη μᾶς ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ εὐλάβειά του. Αὐτὸς δούλευε χρόνια πολλ ἐδῶ στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ στὸ τέλος ᾖρθε ν πάρει ἕνα χαρτὶ ἀπὸ τὴν Ἱερ Κοινότητα, γι ν εἰσαχθεῖ στὸ γηροκομεῖο Μυτιλήνης.
Πρὶν ἀπὸ καιρὸ μ εἶχε ἀνταμώσει καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, θ μοῦ κάνῃς μι εἰκονίτσα;». Τοῦ λέω: «Μπάρμπα-Γιάννη, ἐσὺ δν ἔχεις χρήματα ν πλήρωσης. Εἶναι ἀκριβς οἱ εἰκόνες»· Λέει: «Ἂμ σὺ πολλ θ μοῦ ζητήσεις, ἐγὼ λίγα θ σοῦ δώκω». «Ποι εἰκονίτσα θέλεις;» «Νά! Εἶδα τὴν Παναγία μι μέρα ξεκινώντας ἀπὸ τὸ Ἰβήρων ν πάω στὸ Καρακάλου καὶ μοῦ λέει· «γύρνα πίσω καὶ ν πᾶς αὔριο, διότι θ πάθεις ἀπόψε κακό». Ἐγὼ ἔκανα ὑπακοὴ καὶ γύρισα, ἀλλ εἶχα τόση χαρά». «Πῶς τὴν εἶδες Τὴν Παναγία;» «Τὴν εἶδα πάνω σε συννεφάκια ἄσπρα, καὶ ὅλα αὐτ ποῦ φοροῦσε, τ ἐνδύματά της, ἦταν λευκά. Πῆρα τόση χαρά, καὶ πῆγα τὴν ἄλλη μέρα στὴν Μονὴ Καρακάλου».
Τὴν παρήγγειλε τελικ τὴν εἰκόνα στοὺς Ἀναναίους. Ἦρθε ἐδῶ στὸ κελὶ μᾶς τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του, γι ν πάρουμε τηλέφωνο στοὺς Ἀναναίους, ἂν ἑτοίμασαν τὴν εἰκόνα, γιατί ὁ Μπάρμπα-Γιάννης ἑτοιμαζόταν ν εἰσαχθεῖ στὸ γηροκομεῖο Μυτιλήνης. Ἦρθε ν πάρει τὸ χαρτὶ ἀπὸ τὴν Κοινότητα, ὅτι δούλεψε ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὃ καημένος ἀνέβαινε βογκώντας τὴν σκάλα, γιατί εἶχε καρδιά, εἶχε ἀνεπάρκεια. Αὕτη τὴν τελευταία φορ ποῦ ᾖρθε μᾶς εἶπε ὅτι κοινώνησε. Μάλιστα τὸν ἐπίασε καὶ μι κρίση μέσα στὴν Πορτάϊτισσα. Τὸν ἔβγαλαν λίγο ἔξω, συνῆλθε, καὶ ἀνέβηκε στὶς Καρυς γι ν πάρει τὸ χαρτί. Τὸ βράδυ ὅμως κοιμήθηκε ἐδῶ πίσω ἀπὸ τὸν Ταλέα, τὸν ἐπίασε ἢ καρδιά του καὶ πέθανε. Δν πρόλαβε ν πάει στὴν Μυτιλήνη, γιατί Ἡ Παναγία τὸν ἤθελε ἐδῶ πέρα. Τὸν ἔθαψαν ἐδῶ στὸ κοιμητῆρι στὶς Καρυές. Μᾶς ἔλεγε, πῶς εἶδε Τὴν Παναγία μᾶς πάνω στ σύννεφα, καὶ ὅταν πήραμε τηλέφωνο ἀπὸ ἐδῶ στοὺς Ἀναναίους τοῦ εἶπαν: «Μπάρμπα-Γιάννη, ἡ εἰκόνα ἐστάλη στὸ νησί. Ὅταν θ πᾶς, θ τὴν βρεῖς ἐκεῖ».
Εἶχε ἁπλὴ ζωή. Φοροῦσε γουρουνοτσάρουχα -ἐμᾶς μᾶς ἔκαναν ἐντύπωση-. Εἶχε καὶ ἕνα ντουρβαδάκι ἀπὸ ἕναν τράγο, ποῦ τὸ ἔκανε μόνος του. Ἐγὼ τὸν πείραζα: «Μπάρμπα-Γιάννη, ν μοῦ κάνῃς δῶρο ἕνα ζευγάρι τσαρούχια». Ἔρχεται μι μέρα, μ τὴν ἁπλότητα ποῦ εἶχε, καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, πάτερ, σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο». Μ” ἔφερε ἕνα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. «Αὐτ θ τ βάλετε στὴν ἔκθεση, καὶ θ “ρχονται οἱ Εὐρωπαῖοι ν τ βλέπουνε, καὶ νά! θ πέφτει τὸ χρῆμα!». Γελοῦσα μ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἀνθρώπου. Γι αὐτὸ καὶ τὸν ἀξίωσε Ἡ Παναγία καὶ κοιμήθηκε ἐδῶ πέρα.
«Κλωνάρη», τὸν λέγανε. Μετ τὸν ἔβγαλαν «ΜπάρμπαΓιαννη». Δν λεγόταν «Μπάρμπα-Γιάννης». «Κλωνάρης» τὸ ἐπίθετό του ἤτανε. Ἤτανε ἀπ΄ τὸ Καρπενήσι καὶ μετ πῆγε στὴν Λῆμνο.
Κοιμόταν ἔξω στὸ δάσος, γιατί σ” ὅλη του τὴν ζωὴ βοσκὸς ἤτανε. Τότε εἴχαμε λύκους στὸ Ἅγιο Ὅρος. Πάει ἕνας λύκος μι νύχτα ποὺ κοιμόταν ἔξω στὸ δάσος καὶ τὸν μύριζε γύρω-γύρω, ἐπειδὴ τ γουρουνοτσάρουχα μυρίζανε. Λέει ὁ Μπάρμπα-Γιάννης: «Παναγία μου -ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου- ἂν μ βοηθήσεις καὶ δν μ πειράξει ὁ λύκος…». «Ἄντε ποὺ θ “τᾶν λύκος, κανένας σκύλος θ “τανε», τοῦ λέω. «Μι ζωὴ βοσκὸς ἤμουνα. Δν ξέρω, δν γνωρίζω τοὺς λύκους;… Καὶ ἂν δν μ πειράξει, θ σοῦ φέρω ἕνα δοχεῖο λάδι, Παναγία μου». Ἔφυγε ὁ λύκος. Τὸν μύρισε καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πῆρε ἀπὸ τὸν Ταλέα ἕνα δοχεῖο λάδι καὶ τὸ πῆγε στὸ «Ἄξιόν ἐστι», στὴν Παναγία μας. Ἁπλοὶ ἄνθρωποι.
Πολὺ ἀστεῖος ἤτανε. Μιλοῦσε καὶ ἔκανε αὐτὸ τὸ «ἀαχαχααα». Τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντάς μας: «τί κάνεις ἔτσι καὶ θορυβεῖς; Ἀναστατώνεις τὸν κόσμο. Φωνάζεις». «Ἅ! γέροντα. Ἀπὸ μέσα μου ἔρχεται, ἀπὸ μέσα μου. Θ πάω Σαλώνικα. Οἱ γιατροὶ θ μοῦ τὸ θεραπεύσουν αὐτό».
Μᾶς ἔκανε ἐντύπωση ποῦ ἀξιώθηκε ν δὴ Τὴν Παναγία μᾶς ἐπάνω στ σύννεφα μ λευκ φορέματα, καὶ ἔτσι ἁγιογράφησαν οἱ ἀδελφοὶ Ἀναναίοι τὴν εἰκόνα.


Κυκλοφορεί στο ΔΙΑΔίκτυο




Στοὺς Φτωχοὺς μ πλούσια καρδι
πάει Ἡ Παναγία,
Στοὺς πλούσιους μ μαχαλάδες
στὶς μασχάλες καὶ χρυσάφια
στὸ στόμα καὶ ἀσήμια στ’ αὐτι
πάει ὁ Μαμωνᾶς.”


Πρωτάγγελλος.

15-7-2016

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018